Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Βασίλειος Τ. Γιούλτσης, Ομότ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Πρόσωπο και αγιότητα

Είναι δύσκολο να συλλάβει ο άνθρωπος το νόημα της αγιότητας. Στη σύγχρονη μάλιστα εποχή με την τρομακτική σύγχυση των ιδεών και των εναλλασσόμενων αντιφάσεων μπορεί να είναι ελάχιστοι εκείνοι, που προβληματίζονται πάνω στη σημασία της λέξης ή τις διαστάσεις του περιεχομένου της.
Η αγιότητα για τους πολλούς μένει μια απλησίαστη αξία, που συνδέεται μόνο με το Θεό. Παρ’ όλα αυτά η αγιότητα είναι δεμένη με τη ζωή μας, που κυλά ακόμα κι αν δε θέλουμε να το πιστέψουμε μέσα στο χώρο και το χρόνο της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα ως Χριστιανοί ζούμε σε μια χρονική διάσταση, που είναι προβολή του παρελθόντος, και το παρελθόν ως παράδοση της Εκκλησίας εκφράζει την ιστορία, που γράφτηκε με τις θυσίες και το αίμα των αγίων και των μαρτύρων. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ο καθένας μας έχει βαφτιστεί στο όνομα του Τριαδικού Θεού, σημαίνει ένταξη σε μια πραγματικότητα, όπου υπάρχουν οι δυνατότητες και τα μέσα για την προσέγγιση της αγιότητας. Το μόνο εμπόδιο είναι η υπέρβαση του εαυτού μας· όχι η εκμηδένιση της προσωπικότητας, όχι η εξαφάνιση των πνευματικών ποιοτήτων. Η μοναδική δυσκολία είναι η αποδέσμευση από τη δουλεία των αισθήσεων και των ενστίκτων και στη συνέχεια η χωρίς περιορισμούς και κρατούμενα αποδοχή του θελήματος του Θεού. Οι άγιοι, που έζησαν στο παρελθόν, δεν είχαν διαφορετικές δυνάμεις και δυνατότητες από τις δικές μας. Ούτε κι οι εποχές τους για την αγιότητα ήταν πιό πρόσφορες από τη δική μας. Έζησαν μέσα στον κόσμο, κάτω από τις ίδιες ηθικές και πνευματικές συνθήκες μ’ εκατομμύρια συνανθρώπων τους, και φυσικά με εκατομμύρια Χριστιανών. Η διαφορά τους όμως απ’ εκείνους ήταν ότι αυτοί εναρμόνισαν τη ζωή τους με το νόμο του Θεού και δε δίστασαν να το ομολογήσουν με παρρησία όταν βρέθηκαν σε δίλημμα. Το στοιχείο αυτό του ηρωισμού είναι η μεγαλύτερη αρετή του αγίου. Μια αρετή που του δίνει τη δύναμη να βλέπει τα πάντα κάτω από το φως της αιωνιότητας, και από την προοπτική αυτή να αξιολογεί τον κόσμο, τις χαρές, τις λάμψεις, τις επιδιώξεις ή τις ματαιότητές του.
Ο άγιος δεν προβάλλει τον εαυτό του. Προβάλλει πάντοτε το θέλημα του Θεού, και σ’ αυτό προσανατολίζεται και εντάσσεται ολοκληρωτικά με μια εκπληκτική υπακοή, που τον αποδεσμεύει από τον εαυτό του και τον κόσμο. Κι ενώ ζει μέσα στον κόσμο με ανθρώπινο σχήμα και προϋποθέσεις ή υποχρεώσεις, πολιτεύεται ως πολίτης του ουρανού, ως αληθινός υπήκοος του Θεού. Έτσι αποκτά τη δυνατότητα να ανυψώνεται πάνω από τη συμβατικότητα της ζωής, πάνω από τις εφήμερες εκδηλώσεις της, πάνω από τις φαινομενικές της λαμπρότητες και να προσεγγίζει στη σφαίρα του πραγματικού, του τέλειου, του ιδανικού, στη σφαίρα της αγιότητας και του θείου. Μια τέτοια προσέγγιση σημαίνει πίστη, δύναμη ψυχής και θέληση, μπροστά στην οποία είναι ανίσχυρη κάθε πίεση, κάθε στέρηση, κάθε δέσμευση, κάθε ταπείνωση και κάθε μαρτύριο.
Αυτή τη συγκλονιστική πραγματικότητα τη βλέπουμε διάχυτη και πλούσια στη ζωή των αγίων και των μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Εκεί όμως πού διακρίνεται χαρακτηριστικότερα είναι στη ζωή της Θεοτόκου, που δεν είναι απλώς μια αγία, αλλ’ η βασίλισσα των αγίων, η Παναγία μας. Σ’ αυτήν θ’ αναφερθούμε ευλαβικά για ν’ αντλήσουμε δυνάμεις από την αγιότητά της, που δυο χιλιάδες χρόνια τώρα παραμένει φωτεινός δείκτης για τον κάθε πιστό.
Η αγιότητα της Παναγίας είναι κάτι ασύλληπτο για την εποχή μας, αλλά και για κάθε εποχή. Για ν’ αντιληφτούμε το μέγεθός της πρέπει να σκεφτούμε τις ευθύνες, που δέχτηκε να αναλάβει, δηλώνοντας στον αρχάγγελο —τότε στον ευαγγελισμό— ότι αποδέχεται την τιμή του Υψίστου για τη γέννηση του Ιησού.
Σήμερα οι κοινωνικές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες της εποχής εκείνης. Σήμερα χιλιάδες κοπέλες σ’ όλο τον κόσμο καυχώνται με θρασύτητα για τον τίτλο της ανύπαντρης μητέρας που κατέχουν, κι ο κοινωνικός έλεγχος ή περιορίζεται μόνον στο κύκλο των συγγενών τους ή είναι τελείως ανύπαρκτος. Σήμερα η οικογένεια έχει μεταβληθεί σε ιδιωτική συμβατικότητα και συνήθως ούτε η πολιτεία, ούτε η κοινωνία, πολύ περισσότερο ούτε η θρησκεία μπορούν να ελέγξουν τις εκτροπές ή τις παραμορφώσεις της.
Τότε όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ποιός θα πίστευε στα λόγια της αγνής παιδούλας ότι η χάρη του Θεού τη διάλεξε για την αγιότητά της για να γίνει μητέρα του Μεσσία; Το να φέρει στον κόσμο μια ανύπαντρη κοπέλα ένα παιδί ήταν αυταπόδεικτο παραστράτημα κι ή ποινή του μωσαϊκού νόμου ήταν σαφής· πάντοτε λιθοβολισμός. Η οικογένεια κλεισμένη στα στενά παραδοσιακά της πλαίσια, που της επέβαλε η θρησκευτική και η κοινωνική αυστηρότητα, δεν μπορούσε να νοηθεί χωρίς πατέρα. Γι’ αυτό και μόνον ο αναλογισμός της κοινωνικής κατακραυγής, της γενικής περιφρόνησης και των φοβερών ποινών του λιθοβολισμού και του μαρτυρικού θανάτου μετά από μια τέτοια διαπίστωση, θα μπορούσε να δημιουργήσει πανικό. Παρ’ όλα όμως αυτά η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ δηλώνει την απόλυτη υπακοή της στο Θεό κι αδιαφορεί για τις κοινωνικές συνέπειες του εγχειρήματός της.
Αυτή η υπακοή, αυτή η πίστη χωρίς κρατούμενα, αυτή η αντίρρητη αποδοχή του θελήματος του Θεού μπροστά στον κίνδυνο μιας γενικής περιφρόνησης κι ενός πιθανότατα εξευτελιστικού θανάτου δείχνουν μιαν υπέροχη ψυχή, έναν απαράμιλλο πνευματικό κόσμο, μια αδαμάντινη προσωπικότητα, μιαν αναμφισβήτητη αγιότητα. Αυτά φυσικά ήταν και τα στοιχεία που προκάλεσαν την εύνοια του Θεού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος για να γίνει το θαύμα της ενανθρώπησης του Θεού και της θέωσης του ανθρώπου. Ένα θαύμα που αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού και ταυτόχρονα την αγάπη, την ταπείνωση, την υπακοή, την πίστη και την αγιότητα της Παρθένου. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το μεγαλείο της Παναγίας. Βλέπει τη θεία εύνοια και αντιπροσφέρει ό,τι ακριβότερο έχει ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει. Κι αυτά όχι με βάση τα κριτήρια του κόσμου και της κοινωνίας, αλλά με βάση το θέλημα του Θεού.
Η αγιότητα λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό. Τη συνάντηση αυτή προσδιορίζει πάντα κάτι σταθερό και αναλλοίωτο, το θέλημα του Θεού, ο νόμος Του. Ο άνθρωπος χρειάζεται να ενταχτεί σ’ αυτό το θέλημα, κι ακριβώς η όλη του επιτυχής προσπάθεια είναι αυτή που θα προσδιορίσει το βαθμό της αγιότητας. Κατά συνέπεια η αγιότητα δεν είναι ένα στατικό αξιολογικό μέγεθος, πολύ περισσότερο δεν είναι μια απλησίαστη πνευματική ουτοπία. Είναι μια κλίμακα αρετής, που η αντιστοιχία της ανταποκρίνεται στην πνευματική ποιότητα του ανθρώπου, τη στιγμή που αγωνίζεται ηρωικά να συμμορφωθεί στο θέλημα του Θεού,
Έτσι η αγιότητα δεν είναι μονοπώλιο ορισμένων προικισμένων ανθρώπων ή κύκλων, αλλ’ ο καθένας μας μπορεί να ζήσει στιγμές της, όταν αγωνιστεί να αναστείλει ατομοκρατικές δεσμεύσεις, που τον μεταβάλλουν σε ανελεύθερη προσωπικότητα, σε δούλο αναγκαιοτητών που γεννά η σάρκα, οι αισθήσεις και η κοινωνία. Οι υπερβάσεις των αναγκαιοτητών αυτών είναι αναμφισβήτητα στιγμές αγιότητας, ενώ η δουλική αποδοχή τους στιγμές πτώσης και αμαρτίας. Η προοδευτική μείωση των στιγμών αυτών σημαίνει πρόοδο στην αγιότητα και ουσιαστική προσέγγιση στο θέλημα του Θεού.
Η αξία λοιπόν των αγίων βρίσκεται στο γεγονός ότι μ’ έναν πραγματικά αξιοθαύμαστο αγώνα πέτυχαν να μειώσουν στο ελάχιστο δυνατό τις στιγμές της πτώσης κι έκαναν στη ζωή τους μονιμότερη την αγιότητα. Αυτό είναι και το μυστικό της αγιότητας, ο εξαγιασμός των λεπτομερειών της ζωής κι η μεταμόρφωσή τους σε ευκαιρίες τελείωσης. Πίσω από το μυστικό αυτό κρύβεται όχι μόνον ο δρόμος προς την αγιότητα, αλλά και κάθε δρόμος προς την αρετή ή την έντιμη επιτυχία. Αυτός ο δρόμος, που είναι άνοδος, και πολύ φυσικό να έχει κι οπισθοχωρήσεις, φωτίζεται πάντοτε από την κορυφή και γίνεται στόχος του ανθρώπου. Μόνο του ανθρώπου, γιατί μόνον ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για ν’ αναζητά το τέλειο και το ιδανικό.
Για να γίνουν όμως όλα αυτά χρειάζεται ο άνθρωπος να φύγει από τα χαμηλά, να σπάσει το φράγμα της ατομικότητας και του βιολογισμού, που τον κρατά δέσμιο στις μορφές τις αναγκαιότητας. Είναι απαραίτητο να προσεγγίσει τη σφαίρα του πνεύματος για να μεταβληθεί σε πρόσωπο και ως πρόσωπο ν’ αναζητήσει τη συνάντηση με τον προσωπικό Θεό, την προσέγγιση στην αγιότητα. Κατά συνέπεια η αγιότητα συνδέεται με τα πρόσωπα κι οι άγιοι πρώτα απ’ όλα ήταν πρόσωπα, αδιαμφισβήτητες προσωπικότητες.
Προσωπικότητα ήταν και παραμένει πάντα κι η Παναγία. Μια φωτεινή μορφή που στέκει ως πρότυπο κόρης, ως πρότυπο μητέρας και ως πρότυπο αγίας. Μια μορφή που μέσα από τους αιώνες έγινε φάρος στη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Γιατί ήταν πάντα στήριγμα και καταφυγή του κάθε πονεμένου. Αυτή της η αγάπη για τον ανθρώπινο πόνο την έκανε στη συνείδηση των πιστών Μεγαλόχαρη, Παντάνασσα, Παρηγορήτρα, Γοργοεπήκοο, Λαοδηγήτρια, Θεία Σκέπη. Τα θαύματα της αγάπης της καθημερινά συγκλονίζουν κι αποδεικνύουν μ’ έναν αξιοθαύμαστο τρόπο την δύναμη, που της έδωσε η αγιότητα. Μια δύναμη αγάπης που ελκύεται στη γη και πάλι με την αγιότητα, την πίστη, την ταπείνωσή μας.
Η εποχή μας στεγνή από τον ορθολογισμό αναζητά διέξοδο και λύσεις στα προβλήματα που την απασχολούν. Το χάος των ιδεολογιών γεννά συνέχεια αντιφάσεις κι αυτές με τη σειρά τους νέες απειλές για να μεταβάλουν τη ζωή μας σε απελπισία. Κρίσεις στις αξίες, κρίσεις στα συστήματα, κρίσεις στις φιλοσοφίες, κρίσεις στην ποιότητα του ανθρώπου. Κι αναζητάμε το μεγάλο θαύμα μιας παγκόσμιας ειρήνης, που όσο πιό πολύ μας την υπόσχονται τόσο αυτή μας αποφεύγει.
Έχασαν πολλοί την υπομονή και την πίστη τους· μέσα στην απελπισία τους διακηρύσσουν πως για να μη γίνεται τίποτε, δεν υπάρχει Θεός. Τραγικό το κατάντημα του σύγχρονου ανθρώπου, που θέλει μόνο θαύματα, πάντα θαύματα για να πιστεύει. Σαν το μικρό παιδί που αγαπά μετά από τη γεύση του γλυκού και την απόκτηση αυτών, που θέλει. Το θαύμα είναι εκδήλωση αγάπης του Θεού, μα για να γίνει χρειάζεται μια σπίθα, ένα κάλεσμα, μια ζήτηση. Όλα αυτά ανήκουν στον άνθρωπο κι εκφράζονται με πίστη, με ταπείνωση κι αγιότητα. Χωρίς ταπείνωση και πίστη κι αγιότητα άδικα περιμένουμε τα θαύματα, κι άδικα κυνηγάμε την ειρήνη.
Αν θέλουμε λοιπόν ειρήνη, ησυχία, ομαλότητα, είτε ως άνθρωποι, είτε ακόμα και ως λαοί πρέπει να βρούμε αυτό που προκαλεί τα θαύματα. Κι είπαμε αυτό πως είναι η αγιότητα. Μέσα της είναι η πίστη, η ταπείνωση, η υπομονή, η αγάπη, η συγχωρητικότητα, η ανοχή, η ελεημοσύνη, η αγνότητα. Δεν μας ζητά ο Θεός με μιας να φθάσουμε στην κορυφή, με μιας να τ’ αποκτήσουμε όλα αυτά για να σωθούμε. Ζητά ν’ αρχίσουμε σιγά- σιγά και ν’ αγιάζουμε τις λεπτομέρειες της ζωής. Έτσι θ’ αλλάξει ο κόσμος, γιατί τότε η αγιότητα θα προκαλέσει το μεγάλο θαύμα. Το βεβαιώνει η Μεγαλόχαρη, που πάντα απάντησε στην αγιότητα των Χριστιανών με θαύμα.
πηγή: Βασίλειος Τ. Γιούλτσης, «Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή», εκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νἰκη, σ. 105-112

π. Ιωάννης Ρωμανίδης Η Πατερική διδασκαλία ως συνέχεια της βιβλικής παράδοσης


2) Μύησις εις την Ζωήν και εις «πάσαν την Αλήθειαν» δηλαδή τον Χριστόν δια του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστήν.
Όλαι αι διακρίσεις, αι οποίοι ανεπτύχθησαν και διευκρινίσθησαν κατά την διάρκειαν των συζητήσεων, των αναφερομένων εις τας Α’ και Β’ Οικουμενικάς Συνόδους, μετεφέρθησαν μέσω όλων των μεταγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων, αι οποίαι εις την πραγματικότητα ήσαν προεκτάσεις της Α’. Τα ρήματα και νοήματα των Πατέρων όμως, δεν ημπορούν να χωρισθούν από τας προϋποθέσεις των. Ημπορεί να υπάρχη ποικιλία εις τα ρήματα και νοήματα αλλά όχι εις τας προϋποθέσεις αυτών.
patdid2
Αι προϋποθέσεις των περί Θεού ρημάτων και νοημάτων των Πατέρων ευρίσκονται εις τα πνευματικά στάδια: 1) της καθάρσεως της καρδίας 2) του φωτισμού της καρδίας και 3) του δοξασμού ή της θεώσως της καρδίας και της όλης υπάρξεως του καθενός, εις τον οποίον ο Λόγος εμφανίζεται εν τω Πνεύματί του και εν Εαυτώ αποκαλύπτει τον Πατέρα. Αυτός, ο οποίος δια του Πνεύματος ορά τον Χριστό ορά τον Πατέρα. Αυτή η εμπειρία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των δογματικών διατυπώσεων εις την πατερικήν παράδοσιν.
Έχομεν ήδη παραθέσει μερικά Πατερικά κείμενα, τα οποία δείχνουν σαφώς ότι οι Πατέρες των Α’ και Β’ Οικουμενικών Συνόδων έλαβον την κληρονομηθείσαν παράδοσιν ως δεδομένην, ότι εις τας εμπειρίας των του δοξασμού, αυτοί, οι Προφήται, Απόστολοι και Άγιοι είχαν μίαν πραγματικήν όρασιν του Θεού εν τω ακτίστω Του Αγγέλω – Λόγω προ και μετά της Ενσαρκώσεώς Του. Ο Χριστός αποκαλύπτων την άκτιστον δόξαν ή βασιλείαν του Πατρός, ως ιδικήν Του φυσικήν δόξαν κατά την Μεταμόρφωσίν Του, τουτέστιν ενώπιον των τριών μαθητών με την παρουσίαν του Μωϋσέως και του Ηλία, είναι επανάληψις των ιδίων εμφανίσεων του Χριστού, ως Κυρίου της Δόξης, εις την Παλαιάν Διαθήκην, αλλά τώρα μέσω της ανθρωπίνης φύσεώς Του. Το σοβαρόν λάθος του Αγίου αποστόλου Πέτρου εις την πρότασιν να παραγγείλουν σκηνάς δια το γεγονός (μίαν δια τον Χριστόν, μίαν δια τον Ηλίαν και μίαν δια τον Μωυσήν) εις μίμησιν της σκηνής του μαρτυρίου, εις την οποίαν ο Μωϋσής εκοινώνησεν της δόξης του Θεού, ωφείλετο εις το γεγονός ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είχεν η ιδία αντικαταστήσει την σκηνήν του μαρτυρίου του Μωϋσέως και τον ναόν του Σολομώντος και έκαμεν ταύτα πλεονάζοντα και ότι ο Ίδιος ο Χριστός είναι Εκείνος, ο Οποίος αποκαλύπτει την δόξαν Του, την οποίαν έχει κατά φύσιν από τον Πατέρα.
Συμφώνως προς τους Πατέρας της Εκκλησίας, η ομιλία και η προσευχή του Χριστού αναφερόμεναι εις το Ιω. 13, 31-17, 26, περιλαμβάνουσαι την υπόσχεσιν ότι, όταν έλθη το Πνεύμα της Αληθείας «Ούτος… θα οδηγήση υμάς εις πάσαν την Αλήθειαν» [ 19 ] εξεπληρώθησαν κατά την Πεντηκοστήν, η οποία έγινεν η διαρκής εμπειρία εκείνων, οι οποίοι έκτοτε ηνώθησαν με την κοινωνίαν των δοξασμένων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Προφήται δεν είχαν οδηγηθή εις την Αλήθειαν, ή ότι οι Απόστολοι δεν είχαν οδηγηθή εις την Αλήθειαν, μερικοί δια του φωτισμού, άλλοι δια του δοξασμού επίσης. Αλλά ότι οι Απόστολοι επρόκειτο να οδηγηθούν εις πάσαν την Αλήθειαν κατά την αποκάλυψιν της Πεντηκοστής. Κατ’ ουδένα τρόπον αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θα ωδηγήτο σταδιακώς ή εις πληρεστέραν κατανόησιν πάσης της αληθείας, ή εις την αποκατάστασιν ή δημιουργίαν της ενότητος μεταξύ των διηρημένων εκκλησιών. Η ομιλία του Χριστού και η προσευχή δια ενότητα είναι δια την ενότητα των Αποστόλων και των πιστών εις την εμπειρίαν του δοξασμού, δηλαδή όρασιν (θέαν) της ακτίστου δόξης της Αγίας Τριάδος εν τη ανθρωπίνη φύσει του Χριστού, [ 20 ] χαρισμένη εν τη πληρότητί της δια της μεθέξεως εν τη εμπειρία της Πεντηκοστής.
Ο δοξασμός της Πεντηκοστής ηκολούθησε τα στάδια της καθάρσεως και του φωτισμού των μαθητών του Χριστού, ως σαφώς αντανακλάται εν τη ευαγγελική παραδόσει. Τα Ευαγγέλια Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά ανταποκρίνοναι εις το στάδιον της καθάρσεως της καρδίας των κατηχουμένων και το Ευαγγέλιον του Ιωάννου εις το στάδιον του φωτισμού και του δοξασμού. Εις το στάδιον του φωτισμού, η ιδιοτελής αγάπη μετατρέπεται εις ανιδιοτελή αγάπην και ετοιμάζει τους μαθητάς να ίδουν εις τον Χριστόν την θεότητα της Αγίας Τριάδος, ως δόξαν και όχι ως πυρ καταναλίσκον. Η ανιδιοτελής αγάπη, είναι η προϋπόθεσις δια να οδηγηθή ο πιστός εις «πάσαν την αλήθειαν», δια του Πνεύματος του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι τα δόγματα και η πνευματικότης είναι αδιαχωρίστως ηνωμένα εις τα στάδια της καθάρσεως και του φωτισμού. Αλλά εις την κατάστασιν του δοξασμού, το δόγμα ή η γνώσις περί Θεού αντικαθίσταται δια της ακτίστου πραγματικότητος, την οποίαν αυτό (δόγμα) θέλει να δείξη αλλά δεν ημπορεί να εκφράση.

Ο άγιος Αμβρόσιος και ένα σημαντικό έργο του

 
Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της χριστιανικής παράδοσης τιμάται σήμερα από την Εκκλησία μας. Ο άγιος Αμβρόσιος, μια προσωπικότητα που συνδύαζε το δυναμισμό με την αγάπη προς το Θεό και τους ανθρώπους, και με έναν πολύ ενδιαφέροντα βίο, όμως, έδωσε το όνομά του και στο Πρόγραμμα που υποστηρίζει η «Πεμπτουσία» και φιλοξενείται από την ενότητα «Πρόσωπο και Βία». Γι ‘ αυτό και έχουμε έναν επιπλέον λόγο να εξάρουμε τη συνεισφορά του στην εμπέδωση της χριστιανικής πίστης.
1. ΑΓΙΟΣ  ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ  ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ
Ο άγιος Αμβρόσιος θεωρήθηκε – και όχι άδικα – η μεγαλύτερη εκκλησιαστική προσωπικότητα του 4ου αι. στη Δύση. Γεννήθηκε από ρωμαϊκή αριστοκρατική οικογένεια στους Τρεβήρους της Γερμανίας το 339. Ο πατέρας του υπηρέτησε ως Έπαρχος της Γαλατίας. Ο ίδιος σπούδασε νομικά, ελληνική φιλολογία και ρητορική και μετά από το θάνατο του πατέρα του διετέλεσε διοικητής επαρχίας στα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο), που ήταν τότε η πρωτεύουσα του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους και τόπος κατοικίας του αυτοκράτορα. Καθώς ήταν διάσημος για την αμεροληψία του, εξελέγη επίσκοπος της πόλης το 374, μεσούσης της αρειανικής κρίσης και ύστερα από μαζικό λαϊκό αίτημα. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του μέσα σε διαρκή προσευχή και μελέτη, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στα υψηλά του πνευματικά καθήκοντα.
Η αλήθεια είναι ότι τα διοικητικά του χαρίσματα και ο εν γένει χαρακτήρας του τον βοήθησαν να αντεπεξέλθει άριστα στις ευθύνες του καθώς και στο νέο ρόλο που αναλάμβανε η Εκκλησία στην εποχή του. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστική η επιρροή που άσκησε στους αυτοκράτορες της εποχής του. Αγωνίστηκε επιτυχώς κατά των ειδωλολατρικών υπολειμμάτων και της διάδοσης των αρειανικών αντιλήψεων. Μνημειώδης έχει μείνει, επίσης, ο έλεγχος που άσκησε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ για τη σφαγή των Θεσσαλονικέων πολιτών το 390.
Το γραπτό του έργο συνδέεται στενά με τη συνολική του δραστηριότητα. Τα περισσότερα έργα του προέρχονται από ομιλίες, με εμφανή μάλιστα τη ρητορική του δεινότητα. Ας μην ξεχνούμε δε, ότι σ’ αυτόν οφείλεται η μεταστροφή του νεαρού ι. Αυγουστίνου στο Χριστιανισμό. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, παρά τη στέρεα θεωρητική του συγκρότηση, ο λόγος του διακρίνεται κυρίως για τον ποιμαντικό δυναμισμό του και το ζωντανό του ενδιαφέρον για τα πρακτικά προβλήματα του ποιμνίου του. Δεν είναι, λοιπόν, λιγότερο σημαντικό το γεγονός ότι κατάφερε να αποδώσει λεπτές δογματικές αλήθειες με τρόπο κατανοητό για τους απλούς πιστούς. Το θερμό ποιμαντικό του ενδιαφέρον αναδεικνύεται ακόμη και στο πλήθος των κατηχητικών και ερμηνευτικών έργων του. Ο άγ. Αμβρόσιος έχει μείνει εξίσου γνωστός και για την υμνολογική του παραγωγή.
Απεβίωσε εν ειρήνη στις 4 Απριλίου του 397. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Δεκεμβρίου.
 2. ΤΟ  ΕΡΓΟ  ΤΟΥ  «ΕΞΑΗΜΕΡΟΝ»
Ένα πολύ σημαντικό έργο του αγ. Αμβροσίου είναι οι «Ομιλίαι εις την Εξαήμερον», που γράφτηκε στα λατινικά[1] και αποτελείται από εννέα Ομιλίες. Η γραπτή μορφή του έργου διαιρείται σε έξι βιβλία, τα οποία αντιστοιχούν στην ανάλυση των συμβάντων κάθε ημέρας από τη βιβλική διήγηση. Εικάζεται ότι οι ομιλίες του αγίου καταγράφηκαν από στενογράφους, αλλά την τελική εποπτεία για την έκδοση του έργου την είχε ο ίδιος: σε επιστολές του προς το διάκονο Οροντιανό και τον επίσκοπο Σαβίνο, αντίστοιχα, δηλώνει ευθέως ότι το έργο έχει γραφτεί από τον ίδιο[2]. Η ονομασία «Εξαήμερον» έχει δοθεί από τον ίδιο το συγγραφέα[3].
Το έργο παρουσιάζει στενή εξάρτηση από το αντίστοιχο έργο του Μ. Βασιλείου, αλλά και από συναφή πονήματα του Ιππόλυτου και του Ωριγένη. Οι επιρροές από τον Καππαδόκη ιεράρχη είναι έκδηλες στη διαίρεση του έργου, αλλά και στη συνολική δομή με την οποία εκτυλίσσονται οι σκέψεις του[4]. Ο τρόπος παράθεσης των επιχειρημάτων του φανερώνει επίσης και μία καλά αφομοιωμένη γνώση των επιστημονικών γνώσεων της εποχής του, αλλά και της γενικότερης θύραθεν παιδείας που ο ίδιος κατείχε. Πέραν τούτων, είναι ωστόσο εμφανές και το προσωπικό ύφος της γραφής του. Σε γενικές γραμμές ο λόγος του αγ. Αμβροσίου κινούνται σε δοκιμιακό ύφος, με ορισμένες ωστόσο έντονες ποιητικές εξάρσεις[5].
Οι ομιλίες εκφωνήθηκαν στην έδρα της επισκοπής του και εκτιμάται ότι το έργο γράφτηκε μεταξύ των ετών 386 και 389[6].

[1] Ελληνική μετάφραση από τον Στ. Βασιλόπουλο έχουν κυκλοφορήσει οι εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος το 1998.
[2] Βλ. «Εισαγωγή», Αγίου Αμβροσίου, επισκόπου Μεδιολάνων, Εξαήμερον, μετ. Στ. Βασιλόπουλος, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 1998, σ. 7.
[3] Βλ. ό.π.
[4] Εκτιμάται, πάντως, ότι ακόμη και αν η εξάρτηση του αγ. Αμβροσίου από το Μ. Βασίλειο θεωρηθεί στενή, η προσφορά του πρώτου δεν ελαττώνεται, καθώς αποτέλεσε τη γλωσσική γέφυρα με την οποία ο Χριστιανισμός της Δύσης εξοικειώθηκε με τη σκέψη του αρχιεπισκόπου Καισαρείας, βλ. Clarence J. Glacken, Traces on the Rhodian Shore: Nature and Culture in Western Thought from Ancient Times to the End of the Eighteenth Century, University of California Press, Berkeley/Los Angeles 1976, σ. 189.
[5] Βλ. Μatthew Akers, From the Hexaemeral to the Physico-theological: A Study of Thomas Traherne’s Meditations on the Six Days of the Creation and The Kingdom of God focusing upon the Cosmological Controversy, ProQuest, UMI Dissertation Publishing, Ann Arbor,  MI, 2008, σ. 24, 27.
[6] Βλ. Αγίου Αμβροσίου, ό.π., σ. 9-10.

Χρίστος Κρικώνης, Ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Μοναχισμός: θεσμός πνευματικότητας και πολιτισμού


Συνεπώς η ζωή του Ορθοδόξου Μοναχισμού δεν έχει καμία σχέση με την φυγή εκ του κόσμου, την αντικοινωνικότητα, την απραξία.
Αντίθετα, θεωρείται ως στάδιον πνευματικών κόπων και ψυχοσωματικών πόνων, διά της εργασίας και προσευχής προκειμένου ο Θεός να παρέχει την αυτάρκειαν σε όσους έχουν ανάγκην, την περίθαλψη σε ασθενείς και κάθε είδους βοήθεια σε όσους την χρειάζονται. Εφ’ όσον ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή, διπλή οφείλει να είναι η προσπάθεια της αρετής, να κατορθωθεί με σωματικούς κόπους και ασκήσεις πνευματικές της ψυχής.
pnpol2
Γι’ αυτό και η πνευματική και ηθική προσφορά του στην κοινωνία διά του έργου που προσφέρεται είναι πολύτιμος. Ο Μοναχισμός είναι δημιουργικός παράγων πνευματικότητος και πολιτισμού[25]. Διότι, όπως παρατηρούμε, στο μοναχισμό όλα τα πράγματα έχουν ένα σκοπό· να ανυψώσουν την ψυχή και να την φθάσουν στον Θεό. Αυτό όμως κατορθώνεται με επίμονη προσευχή, με επίμοχθη εργασία, με αγρυπνία και δάκρυα συντριβής και μετανοίας, με προσφορά έργων, με πρόθυμη φιλοξενία, με μετοχή στην τράπεζα.
Πρέπει, επιπροσθέτως, να παρατηρηθεί ότι στην πνευματική αυτή πορεία του ανθρώπου η αλάθητος γνωστική δύναμη δεν μπορεί να είναι προϊόν του νού ή του λόγου· μόνον ως απόκτημα της συνόλου προσωπικότητάς του είναι δυνατόν να θεμελιωθεί. Η πίστη, ως καθολική λειτουργία της προσωπικότητος, αναδύεται από τον πλούτον της εσωτερικής εμπειρίας, ενισχύεται από την παρατήρηση του περιβάλλοντος και στερεούται από την μαρτυρία της ιστορικής αποκαλύψεως, η οποία είναι θησαυρισμένη στην αγία Γραφή και έτσι κατορθώνει να ανταποκρίνεται σε όλες τις ανάγκες της προσωπικότητος, βιολογικές, ψυχαγωγικές, αισθητικές, ηθικές, πνευματικές.
Οι αξίες του καλού, του αγαθού, του αληθούς, του αγίου, κείμενες πέραν από τις βιολογικές μορφές ζωής, μπορούν να ανευρεθούν μόνον σε μίαν υπερκόσμιο και υπερβατική πηγή-αρχή. Αν αυτή, η πηγή-αρχή, είναι ανύπαρκτος τότε εξαφανίζονται και οι αξίες και μαζί τους εξαφανίζεται και η προσωπικότητα του ανθρώπου, ο οποίος μεταβάλλεται σε υποδουλωμένο στην φύση άτομο.
Η ανθρώπινη ύπαρξη μόνον υπό την σκιά της αοράτου εκείνης πηγής-αρχής αξιών ευρίσκει νόημα[26]. Οι αξίες δεν συλλαμβάνονται από την νόηση αλλά από το συναίσθημα. Οι αξίες γίνονται κατανοητές όταν εκείνες ακτινοβολούν μέσα μας[27].
Η παρουσία του Θεού στον κόσμο είναι τόσον επιβλητική και συντριπτική, ώστε όσοι έχουν την πρόθεση να την αρνηθούν να αισθάνονται έντονα την πίεσή της. Τελικά όμως αυτοί δεν κατορθώνουν να την απομακρύνουν και απλώς την πολεμούν την πολεμούν δε διότι στο βάθος της υπάρξεως τους την παραδέχονται ως αιωνία και ακατάλυτη πνευματική πραγματικότητα[28].
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι στον κόσμο είναι ισχυρότερη η αντιθεΐα από την αθεΐα. Δεν πολεμεί κανείς ό,τι είναι ανύπαρκτον, αλλ’ ό,τι προβάλλεται ως εμπόδιον συνεχώς ενώπιόν του αμετακίνητο και δεν μπορεί να το κατανικήσει.
Και επειδή δεν μπορούν να απομακρύνουν την παρουσία αυτή, την υποκαθιστούν με δευτερογενή πλάσματα, τα οποία διεκδικούν θέση θεότητος, θεοποιούνται δημιουργήματα ή ιδέες (όπως ο υπεράνθρωπος, η επιστήμη, η εργασία, ο άνθρωπος)[29].
Η παρουσία του Θεού στον κόσμο ζητεί αποκάλυψη και αυτή είναι η πίστη, η οποία τον αποκαλύπτει όχι ως αφηρημένη ιδέα ή ενέργεια, αλλά ως προσωπικότητα, όπως είναι πράγματι.
Το Άγιο πάντοτε προκαλούσε και προκαλεί ή το μεγάλο μίσος ή τον βαθύ σεβασμό[30].
  1. Βλ. σχετικά το συλλογικό έργο Μοναχισμός και σύγχρονος κόσμος, Αθήναι 1963, Χρ. Κρικώνη, Ο Μοναχισμός…, μν. έργ., σ. 349-377 και Αρχιμ. Αγαθαγγέλου Κοτρωνη, Ο Μοναχισμός, Αθήναι 1963, επί τη Χιλιετηρίδι του Αγίου Όρους, Άθως.
  2. Βλ. Π. Χρήστου, Η αποφατική Θεολογία, Θεολογικά Μελετήματα 3, Νηπτικά και Ησυχαστικά, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 255.
  3. Βλ. Ε. Θεοδώρου, Προϋποθέσεις της δικαίας κρίσεως (Λόγος στα πλαίσια εορτασμού των Δικαστών), Αθήνα 1996, σ. 21-22. Επίσης του αυτού, Η έννοια της Δικαιοσύνης στην Αγία Γραφή, ανάτυπον εκ του περιοδικού, «Θεολογία», Αθήναι 1994 και Η δικαιοσύνη κατά τους Τρεις Ιεράρχες και τον Άγιο Αυγουστίνο, ανάτυπον εκ του περιοδικού «Θεολογία», Αθήναι 1994. Επίσης του Γ.Θ. Ράμμου, Η Συμβολή της παιδείας εις την απονομήν της δικαιοσύνης, Αθήναι 1965.
  4. Βλ. Χρ. Κρικώνη, Η Ακατάλυτη παρουσία του Θεού στον κόσμο κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, Πατερικά Μελετήματα, τ. Α΄, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 25-44.
  5. Βλ. Π. Χρήστου, Η αποφατική Θεολογία, σ. 256.
  6. Π. Χρήστου, Το μήνυμα του Αγίου Όρους, σ. 94-96 έ.