Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Γέροντας Σωφρόνιος: Περί Πνεύματος και ζωής

Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές, ανοίξτε την καρδιά σας, για να χαράξει εκεί το Άγιο Πνεύμα την εικόνα του Χριστού. Τότε θα γίνετε σιγά-σιγά ικανοί να έχετε μέσα σας τη χαρά και το πένθος, το θάνατο και την ανάσταση.
Ο κόσμος δεν γνωρίζει τίποτε μεγαλύτερο από την κλήση του χριστιανού. Αλλά όσο υψηλότερος είναι ο σκοπός, τόσο δυσκολότερη είναι η πραγμάτωσή του.

Κοιτάξτε το μεγαλειώδες θέαμα που ο Θεός μας φανέρωσε στη δημιουργία του κόσμου, στην κατασκευή του ανθρώπου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Του. Εκείνο που αναζητούμε δεν περιορίζεται στη μικρή μας καθημερινή ζωή. Αναζητούμε να είμαστε με τον Θεό και να αποκτήσουμε μέσα μας τη ζωή σε όλο το πλάτος, το κοσμικό και το θείο.
Στην πνευματική μας θεωρία οφείλουμε να ενώσουμε το κοσμικό είναι και το θεϊκό Είναι, το κτιστό και το άκτιστο.
«Εν αρχή ήν ο Λόγος». Χωρίς Αυτόν τίποτε δεν υπάρχει. Κάθε μέρα γευόμαστε την οδυνηρή και άθλια ζωή μέσα στο σώμα μας. Και όμως δημιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα του Χριστού, του Απολύτου. Το πρόβλημα, το μυστήριο της ζωής μας, είναι το πέρασμα από το σχετικό στο Απόλυτο. Αν το είναι δημιουργήθηκε από τον Θεό, δεν πρέπει να πεθάνει. Ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, δεν δημιούργησε το θάνατο. Σκοπός μας είναι η ζωή με τον Χριστό-Θεό, η αθανασία, η αιωνιότητα. Σύμφωνα με την Αποκάλυψη, η αιωνιότητα του Θεού μπορεί να μας μεταδοθεί.
Οφείλουμε να μάθουμε να ζούμε την αιώνια ζωή του Ιδίου του Θεού. Τί σημαίνει «θέωση» του ανθρώπου; Να ζήσουμε όπως έζησε ο Κύριος, να αφομοιώσουμε το φρόνημα και τα αισθήματα του Χριστού, προπαντός των τελευταίων στιγμών της επίγειας ζωής Του.
Το σπέρμα που έρριξε ο Σατανάς στην καρδιά και το νου του Αδάμ –το λογισμό να γίνει θεός χωρίς τον Θεό– σφηνώθηκε τόσο βαθιά στο είναι μας, ώστε να βρισκόμαστε αδιάκοπα υπό το κράτος της αμαρτίας.
Ήδη από τη γέννησή μας γινόμαστε κληρονόμοι του Αδάμ. Μπορούμε να ζήσουμε την κατάσταση της πτώσεως, που είναι μια φοβερή απόκλιση από την αγάπη του Πατρός, ως την μόνη πραγματικότητα του ανθρωπίνου είναι. Στον κόσμο ζούμε στην ατμόσφαιρα και τη λατρεία της πτώσεως. Ζούμε στην άνεση και συχνά ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε την πίστη μας, να πούμε ότι είμαστε χριστιανοί.
Μην έχετε υπερβολική εμπιστοσύνη στην ανώτερη μόρφωση που αποκτήσατε στον κόσμο. Ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε είναι κουλτούρα της πτώσεως.
Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους –οι πόλεμοι είναι η κατεξοχήν αμαρτία–, ο σύγχρονος κόσμος έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δεν μπορεί όμως να εννοήσει τη θεότητα του Χριστού χωρίς το Άγιο Πνεύμα. Να πιστέψουμε ότι αυτός ο άνθρωπος, που είναι αληθινός άνθρωπος, είναι ο Δημιουργός του κόσμου, αυτό μας ξεπερνά. Να πιστέψουμε ότι ο Ίδιος ο Θεός σαρκώθηκε, ότι μας κάλεσε να είμαστε αιώνια μαζί Του, να, αυτό είναι που λείπει από πολλούς ανθρώπους του καιρού μας, κυρίως από επιστήμονες.
Τί σημαίνει σωτηρία; Ο θάνατος του σώματος είναι άραγε η προϋπόθεση για την είσοδο στη Βασιλεία του Χριστού; Πώς μπορούμε να αναπτύξουμε την ικανότητα μας να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, σύμφωνα με το Άγιο Πνεύμα; Ένα μόνο έχει σημασία: να φυλάξουμε την ένταση της προσευχής και της μετανοίας. Τότε ο θάνατος δε θα είναι ρήξη, αλλά μετάβαση στη Βασιλεία, για την οποία θα έχουμε ετοιμασθεί με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, με την προσευχή και την επίκληση του Ονόματός Του: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
«Ακηδία», ετυμολογικά σημαίνει απουσία φροντίδας για τη σωτηρία. Εκτός από σπάνιες σχεδόν περιπτώσεις, όλη η ανθρωπότητα ζει σε κατάσταση ακηδίας. Οι άνθρωποι έγιναν αδιάφοροι για τη σωτηρία τους. Δεν αναζητούν τη θεία ζωή. Περιορίζονται στα σχήματα της σαρκικής ζωής στις καθημερινές ανάγκες, στα πάθη του κόσμου και τις συμβατικές πράξεις. Ωστόσο ο Θεός μας έπλασε από το μηδέν «κατ’ εικόνα» του Απολύτου και «καθ’ ομοίωσίν» Του. Αν η αποκάλυψη αυτή αληθεύει, η απουσία της μέριμνας για τη σωτηρία δεν είναι άλλο παρά ο θάνατος του προσώπου.
Η απελπισία είναι η απώλεια της συνειδήσεως ότι ο Θεός θέλει να μας δώσει την αιώνια ζωή. Ο κόσμος ζει στην απελπισία. Οι άνθρωποι έχουν καταδικάσει οι ίδιοι τον εαυτό τους στο θάνατο. Πρέπει να παλέψουμε σώμα προς σώμα με την ακηδία.

Η γερόντισσα Μαρία της Νέας Μονής μιλά για την πνευματικότητα την Ορθοδοξία και την Νέα Μονή

«Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να γίνουν καλόγεροι, δεν πρέπει όμως κιόλας»
Όλοι την ξέρουμε σαν την γερόντισσα της Νέας Μονής.
Όλους μάς έχει καλοδεχτεί στον ιερό χώρο που υπηρετεί το Θεό από το 1958. Ενώ όμως όλοι την ξέρουμε εξ όψεως, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για εκείνη. Σήμερα, μας αποκαλύπτεται. Κι είναι πολύ σημαντικό αυτό γιατί ελάχιστοι την έχουν ακούσει να τους εξομολογείται την ιστορία της, που είναι συνυφασμένη με τη Νέα Μονή.
Δεν περιορίζεται βέβαια μόνο σε αυτό. Μας άνοιξε την ψυχή της και μας εξέπληξε με την πνευματικότητα και την ευρύτητα του πνεύματός της. Η γερόντισσα Μαριάμ, κατά κόσμο Δέσποινα Μανιού, γεννήθηκε το 1922 στο χωριό Μεσαγρός, στη Γερα της Λέσβου.
Γιώργος o πατέρας της και Μαγδαληνή η μητέρα, η οποία κι αυτή στα τελευταία χρόνια της έγινε μοναχή και υπηρέτησε την Ορθοδοξία στη Νέα Μονή, μαζί με την κόρη της. Θεωρούμε ότι αυτή η παρουσίαση έχει ιδιαίτερη αξία.
 Η ζωή της
Αρχίσαμε να ξετυλίγουμε από την αρχή το κουβάρι της ζωής της. Όπως μας αποκαλύπτει, δεν έγινε από μικρή καλογριά. Μεγάλη κοπέλα ήταν όταν μια παρέα Μυτιληνιές αποφάσισαν να γίνουν καλογριές. Η τωρινή ηγουμένη του Αγίου Ραφαήλ, Ευγενία Κλειδαρά, πήγαινε στο Μεσότοπο και την εύρισκε. «Εκείνη είχε γίνει πιο μπροστά από μένα καλογριά. Ερχόταν στα χωριά μας, μας πήγαινε η μητέρα μου η Μαγδαληνή στο Σκόπελο και εκείνη μας έκανε κηρύγματα. Σιγά – σιγά μαζευτήκαμε πολλές κοπέλες, γίναμε καλόγριες και σκορπίσαμε αλλού».

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. ΜΑΡΚΟΥ Tό φῶς στήν Ὁρθόδοξη Θεολογία καί στήν ἀρχαία καί νέα γραμματεία

Δι­α­σχί­ζει τούς αἰ­θέ­ρες διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων καί φθά­νει ὥς τίς καρ­δι­ές μας ἡ θεία φωνή τοῦ Λό­γου, ἡ ὁποία φώ­τι­σε «ἐν ἀρχῇ» τόν κό­σμο, κατ’ οὐ­σί­ω­ση τοῦ δη­μι­ουρ­γι­κοῦ Του θέ­λη­μα­τος. Ὁ Ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅτι ὁ Θεός, «ὁ ὁποῖ­ος εἶπε μέσα ἀπό τό σκο­τά­δι νά λάμ­ψει φῶς» στή φυ­σι­κή δη­μι­ουρ­γία, αὐ­τός ὁ ἴδι­ος «ἔλαμ­ψε μέσα στίς καρ­δι­ές μας καί μᾶς φώ­τι­σε νά γνω­ρί­σου­με τή δόξα Του στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 6). Ὁ Υἱός καί Λό­γος τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ὄχι μόνο δη­μι­ουρ­γός τοῦ φυ­σι­κοῦ φω­τός, ἀλλά τό ἴδιο «τό φῶς τό ἀλη­θι­νόν, ὅ φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον ἐρ­χό­με­νον εἰς τόν κό­σμον» (Ἰω. 1, 9). Γι’ αὐτό καί ὁ Θε­ο­λό­γος μα­θη­τής τοῦ Κυ­ρί­ου, ἅγι­ος εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰω­άν­νης, ση­μει­ώ­νει θε­ο­λο­γι­κό­τε­ρα καί ἀπό τή Γέ­νε­ση ὅτι «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λό­γος», ὁ ὁποῖ­ος εἶ­ναι «τό φῶς τοῦ κό­σμου».
Ὁ Θεός εἶ­ναι ἡ κοι­νή πηγή τοῦ κτι­στοῦ καί τοῦ ἀκτί­στου φω­τός. Ὁ Τρι­α­δι­κός Θεός, μέ τίς ἄκτι­στες Ἐνέρ­γει­ές Του, κτί­ζει, ἁγι­ά­ζει καί συ­νέ­χει δι­η­νε­κῶς ὁλό­κλη­ρη τήν δη­μι­ουρ­γία, δί­νον­τας οὐ­σία, ὑπό­στα­ση, ὕπαρ­ξη καί ζωή στά ὄντα, ἀνά­λο­γα μέ τή φύση τους. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κα­ταυ­γά­ζει μυ­στι­κά τήν βα­θύ­τε­ρη ὑπό­στα­ση κάθε ἀν­θρώ­που καί κάθε ὑπαρ­κτοῦ. Αὐτά ση­μαί­νουν ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος, ὅπως καί κάθε θείο δη­μι­ούρ­γη­μα, δέν εἶ­ναι αὐ­θύ­παρ­κτος καί αὐ­τό­φω­τος, ἀλλά ἀν­τλεῖ ὅλα ὅσα ἀπαρ­τί­ζουν τήν ὕπαρ­ξή του ἀπό τόν Θεό. Καί ἡ ζωή του γί­νε­ται φω­τει­νή, ὅσο συν­δέ­ε­ται μέ τήν πηγή τοῦ Φω­τός, πού εἶ­ναι τό πρό­σω­πο τοῦ Λό­γου, διά τοῦ ὁποί­ου «Φῶς Χρι­στοῦ φαί­νει πᾶσι».
Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι τό νό­η­μα καί τό Φῶς τοῦ κό­σμου, ὁ λό­γος τοῦ παν­τός, ἡ ἔν­σαρ­κη ἀπο­κά­λυ­ψη τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ, αὐ­τός ὁ ὁποῖ­ος μᾶς φα­νε­ρώ­νει προ­σω­πι­κά τήν Βα­σι­λεία Του καί μᾶς κα­θι­στᾶ κατά Χά­ριν κοι­νω­νούς καί με­τό­χους αὐ­τῆς τῆς δό­ξας καί τοῦ πλού­του τῶν θεί­ων Ἐνερ­γει­ῶν καί Χα­ρί­των Του. Χω­ρίς τόν Χρι­στό, ὁ Θεός μᾶς εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀπρό­σι­τος, ἀμέ­θε­κτος καί ἄφθα­στος. «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ' οὐ­σί­αν, ἀλλά κατ' ἐνέρ­γει­αν λέ­γε­ται», το­νί­ζει ὁ Ἅγι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς.
Οἱ ὑπο­στα­τι­κές θεῖ­ες Ἐνέρ­γει­ες εἶ­ναι οἱ «ἀκτῖ­νες θε­ό­τη­τος», οἱ ὁποῖ­ες εἰσ­δύ­ουν στήν κτί­ση μέσα ἀπό τό ἀπρό­σι­το Φῶς τῆς Ἁγί­ας Τρι­ά­δος, τό ὁποῖο χα­ρα­κτη­ρί­ζουν μέ πλη­θω­ρι­κή ὁρο­λο­γία τά συγ­γράμ­μα­τα πού μᾶς πα­ρα­δό­θη­καν μέ τό ὄνο­μα τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου Ἀρε­ο­πα­γί­τη, ὡς τήν «ὑπε­ρά­γνω­στη καί ὑπερ­φώ­τει­νη καί ἀκρό­τα­τη κο­ρυ­φή», «τόν ὑπέρ­φω­το γνό­φο, πού μέ τό βαθύ του σκο­τά­δι ὑπερ­λάμ­πει ὑπερ­φα­νέ­στα­τα καί, μέ­νον­τας ἀνέγ­γιχ­τος κι ἀό­ρα­τος, γε­μί­ζει μέ ὑπέρ­κα­λη λάμ­ψη τούς τυ­φλω­μέ­νους νόες» (Περί μυ­στι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, 1).