Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Η Βυζαντινή μουσική θεραπεύει την κατάθλιψη!

Η Βυζαντινή μουσική θεραπεύει την κατάθλιψη!

arthro1
Ἡ βυζαντινή μουσική, ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Ἕνα σπουδαῖο θεραπευτικό μέσο γιά τήν ταλαίπωρη ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπαθοῦς, εἶναι πράγματι ἡ Βυζαντινή μουσική. Διά τοῦτο δίδασκε ὁ σοφός ἰατρός τῆς ψυχῆς-Γέρων: «Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ ὠφέλιμη. Κανένας χριστιανός δέν πρέπει νά ὑπάρχει χωρίς νά ξέρει βυζαντινή μουσική. Πρέπει ὅλοι νά μάθομε. Ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ψυχή. Ἡ μουσική ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Χωρίς κόπο, ἀγαλλόμενος, γίνεσαι ἅγιος». Εἰδικά γιά τήν θεραπεία τῆς κατάθλιψης ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι ἕνα πολύ ἀποτελεσματικό μέσο.

Ἡ Βυζαντινή μουσική, δίδασκε, θεραπεύει τήν κατάθλιψη.

«Μιά φορά (διηγεῖται ὁ Γέροντας) εἶχε κάποιος δαιμόνιο, ὁ βασιλιάς Σαούλ, καί πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ἔψαλλε καί ὁ δαίμονας ἔφευγε. Πήγαινε μέ τό ψαλτήρι-τό ψαλτήρι ἦταν ὄργανο. Ὅταν τόν ἔπιανε τό δαιμόνιο τῆς μελαγχολίας, πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ‘παιζε τό ψαλτήρι κι ἔτσι ἔφευγε ὁ δαίμονας. Ποῦ ‘ναι αὐτοί πού τρέχουνε νά βροῦνε θεραπεία γιά τήν κατάθλιψη.
Ὅταν μάθουνε βυζαντινή μουσική καί ἰδοῦνε τή μαυρίλα νά ‘ρχεται, πάπ! ἕνα δοξαστικό κι ἡ μαυρίλα πού ἔρχεται νά σέ καταλάβει, ὡς ἕνα εἶδος ψυχικῆς μελαγχολίας, γίνεται ὕμνος πρός τόν Θεό. Ἐγώ τό πιστεύω αὐτό. Ἀπόλυτα τό πιστεύω. Σᾶς τό λέω ὅτι ἕνας μουσικός, πού ἀγαπάει τή μουσική, πού εἶναι εὐσεβής, μπορεῖ μιά δυσκολία του νά τήνε κάνει ἔργο μουσικό ἤ ἕνα ἕτοιμο ἔργο νά τό ψάλει, νά τό ἀποδώσει. Ἔτσι, προκειμένου νά κλαίει καί νά καταπιέζεται, προσφέρει μιά δοξολογία στόν Θεό».
Ὁ ὑγιής ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στήν ἁρμονία. Ἡ ἀρετή εἶναι ἁρμονία. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ εὔκολη, ὅταν τήν ἐρωτευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι τόση ἡ ὠφέλεια τῆς ἁρμονίας στήν ψυχή!. Αὐτός πού ξέρει μουσικά καί ἔχει ταπείνωση, ἔχει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Πάει νά θυμώσει, νά ἐκραγεῖ, ἀλλά φοβᾶται τή δυσαρμονία, διότι καί ὁ θυμός καί ὅλες αὐτές οἱ ἁμαρτωλές καταστάσεις δέν εἶναι μέσα στήν ἁρμονία. Κι ἔτσι μισεῖ σιγά σιγά τήν κακία καί ἐγκολπώνεται τήν ἀρετή, πού εἶναι ἁρμονία.
Ὅλες οἱ ἀρετές ἔχουν ἁρμονία. Οὔτε στενοχώριες μπορεῖ νά ἔχεις, οὔτε… Μπορεῖς νά ζεῖς μέσα στή χαρά. Ἅμα καταλάβεις πώς ἔρχεται καμιά μαυρίλα στόν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς σου, λέεις ἕνα ὡραῖο τροπάριο καί ἡ μαυρίλα γίνεται ὕμνος στόν Θεό. Τή δύναμη αὐτή πού θά σέ στενοχωροῦσε καί θά σέ καταπίεζε, τήν ἴδια δύναμη τή βουτᾶς καί τήν ἁγιάζεις».

Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Αββάς Φιλήμων - Φιλοκαλία Ιερών Νηπτικών




ΑΒΒΑΣ ΦΙΛΗΜΩΝ 
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ 
Σύντομη βιογραφία
Ο οσιότατος πατέρας μας Φιλήμων, ο πιο νηπτικός αλλά και πενθικός από τους θεοφόρους πατέρες, πότε έζησε δεν μας το γνωρίζει η βιογραφία του. Ότι όμως έγινε ευλαβέστατος, όσο λίγοι από τους γέροντες, και πολύπειρος, φίλος της ησυχίας και γνησιότατος μιμητής του Μεγάλου Αρσενίου μπορούν όσοι θέλουν, να το δουν στον παρόντα λόγο.
Επιμένοντας καρτερικά στις προσευχές και τις δεήσεις νύχτα και ημέρα στην ασκητική του καλύβα, σαν μέσα σε κάποιο υπερώο, και πλύνοντας όλο και πιο πολύ τον εαυτό του στα συνεχή δάκρυα και τα γλυκύτατα κλάματά του, ανέβηκε θεοφιλώς ψηλότερα όχι μόνο από όλα τα κακά, αλλά ακόμηκαι από όσα είναι καλά, και πάνω απ’ όλα μαζί τα νοητά και τα αισθητά· και παρουσιάστηκε στο Θεό «κωφός και άλαλος» κατά τη Γραφή, και πέτυχε τον υπέρκαλλο φωτισμό της θείας χάρης Του. Από αυτόν, σαν από ηλιακό δίσκο, πλουτίστηκε άφθονα ο αοίδιμος με την ικανότητα της εξετάσεως και τη διάκριση και τη διορατικότητα και το προορατικό χάρισμα, μέσω της άκρας ησυχίας και σιωπής.
Αξιόπιστος μάρτυρας για όσα είπα, είναι αυτός εδώ ο λόγος. Σ’ αυτόν, περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλον, η διδασκαλία της ιερής νήψεως, με δύναμη διακρίσεως, υφαίνεται άριστα, σαν κεντημένη θεοΰφαντη βασιλική πορφύρα, και όσον άφορα στην πράξη, και όσο συντελεί στη θεωρία• και παρέχει την αξιοπιστία της με την πολύχρονη πείρα.
Όποιος λοιπόν επιθυμεί να ξεντυθεί το λεκιασμένο και βρωμερό φόρεμα των παθών, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, τον «παλαιό άνθρωπο», και να ντυθεί το φωτεινό φόρεμα της απάθειας και της χάρης, το οποίο είναι ο «καινός άνθρωπος», όπως μας τον φανέρωσε ο Ιησούς Χριστός, αυτός θα επιτύχει την αξιέπαινη επιθυμία του, αν μελετά συνεχώς αυτό το λόγο και αν εκπληρώνει όσο μπορεί με τα έργα αυτά που μελετά.
Λόγος περί του αββά Φιλήμονος
Έλεγαν για τον αββά Φιλήμονα τον αναχωρητή, ότι κλείστηκε σε μια σπηλιά κοντά στη Λαύρα που λεγόταν των Ρωμίων, και εκεί διεξήγαγε τα παλαίσματα της ασκήσεως, επαναλαμβάνοντας διαρκώς στη διάνοιά του ό,τι απηύθυνε στον εαυτό του, όπως λένε, ο μέγας Αρσένιος: «Φιλήμων, μην ξεχνάς για ποιο λόγο έφυγες από τον κόσμο». Υπέμενε λοιπόν στη σπηλιά αρκετό καιρό και εργαζόταν την καλαθοπλεκτική. Τα ζεμπίλια που έραβε, τα έδινε στον οικονόμο του για να παίρνει λιγοστό ψωμί, επειδή δεν έτρωγε τίποτε άλλο παρά ψωμί και αλάτι, κι αυτό όχι κάθε μέρα. ως εκ τούτου δε φρόντιζε διόλου για τη σάρκα του(Ρωμ. 13, 14), αλλά ασχολούμενος πάντοτε με τη θεωρία, λουζόταν από το θεϊκό φωτισμό και καθώς από αυτόν μυούνταν σε ανέκφραστα μυστήρια, ζούσε σε διαρκή ευφροσύνη. Πηγαίνοντας στην εκκλησία κάθε Σάββατο και Κυριακή, περπατούσε μόνος και συγκεντρωμένος στον εαυτό του, μην επιτρέποντας σε κανένα να τον πλησιάσει, για να μην ξεφύγει ο νους του από την πνευματική εργασία. Μέσα στην εκκλησία στεκόταν σε μια γωνιά με το πρόσωπο προσηλωμένο στη γη και έχυνε πηγές δακρύων, έχοντας αδιάλειπτο το πένθος και τη μνήμη του θανάτου, κατά το παράδειγμα των αγίων Πατέρων και μάλιστα του μεγάλου Αρσενίου, πάνω στα αχνάρια του οποίου φρόντιζε να βαδίζει.

Όταν εμφανίστηκε αίρεση στην Αλεξάνδρεια και στα περίχωρα, έφυγε και πήγε στη Λαύρα που είναι κοντά στη Λαύρα του Νικάνορος. Εκεί τον δέχτηκε ο θεοφιλέστατος Παυλίνος· του παραχώρησε ιδιαίτερο κελί, όπου τον εγκατέστησε με κάθε ησυχία. Επί ένα χρόνο δεν επέτρεψε σε κανένα να τον συναντήσει, αλλ’ ούτε και αυτός τον ενόχλησε καθόλου, παρά μόνο όταν του έδινε το απαραίτητο ψωμί.
Όταν έφτασε η εορτή της Αναστάσεως του Κυρίου, συναντήθηκαν οι δυό τους και συνομίλησαν για την ερημική ζωή• και αφού κατάλαβε ότι και για τον ευλαβέστατο Παυλίνο ο σκοπός αυτός ήταν προτιμότερος, του αναφέρει λόγια ασκητικά, από τις Γραφές και από τους Πατέρες, και φανερώνει με αυτά ότι χωρίς την τέλεια ησυχία, είναι αδύνατο να ευαρεστήσει κανείς το Θεό, όπως φιλοσόφησε σχετικά και ο θαυμαστός αββάς Μωυσής. Γιατί η ησυχία γεννά την άσκηση, η άσκηση γεννά τα δάκρυα, τα δάκρυα το φόβο, ο φόβος την ταπείνωση, η ταπείνωση το προορατικό χάρισμα, το προορατικό την αγάπη, η αγάπη κάνει την ψυχή υγιή και απαθή. Και τότε γνωρίζει ο άνθρωπος ότι δεν είναι μακριά από το Θεό.
Του έλεγε λοιπόν: «Πρέπει δια μέσου της ησυχίας να καθαρίσεις τελείως το νου σου και να του δώσεις αδιάλειπτη πνευματική εργασία. Γιατί όπως τα μάτια βλέπουν τα αισθητά και θαυμάζουν το θέαμά τους, έτσι και ο καθαρός νους βλέπει τα νοητά και από την πνευματική θεωρία άρχεται σε έκσταση και δύσκολα αποσπάται από αυτά.Και όσο περισσότερο μέσω της ησυχίας απογυμνώνεται από τα πάθη και καθαρίζεται, τόσο περισσότερη γνώση αξιώνεται να λαμβάνει. Και τότε ο νους γίνεται τέλειος, όταν ξεπεράσει τη γνώση της ουσίας των όντων και ενωθεί με το Θεό, ώστε αφού έχει το βασιλικό αξίωμα, δεν ανέχεται πλέον να είναι φτωχός. Ούτε παρασύρεται από τις χαμηλές επιθυμίες, και αν ακόμη του προσφέρεις όλα τα βασίλεια του κόσμου. Αν λοιπόν θέλεις να φτάσεις σε όλες αυτές τις αρετές, μη σε απασχολεί η μέριμνα κανενός άνθρωπου· φεύγε με όλη σου τη δύναμη από τον κόσμο και βάδιζε πρόθυμα την οδό των Αγίων. Έχε παρουσιαστικό παραμελημένο και λερωμένα ρούχα και φόρεμα ταπεινό, φέρσιμο απλό, λόγο ανεπιτήδευτο, βάδισμα σεμνό, φωνή απροσποίητη, τη φτώχεια σύντροφό σου και την καταφρόνηση απ’ όλους. Πάνω απ’ ολα να κρατάς τη φύλαξη και τη νήψη του νου σου. Να έχεις καρτερία σε κάθε στενοχώρια, και κάθε αγαθό που έχεις, να το φυλάγεις ακέραιο και αμετάβλητο. Και πρόσεχε πολύ τον εαυτό σου, μην τυχόν παραδεχτείς καμιά παρείσακτη ηδονή. Γιατί τα πάθη της ψυχής καταπραΰνονται με την ησυχία· όταν όμως ερεθίζονται και ξύνονται, αγριεύουν περισσότερο και σπρώχνουν εκείνους που τα έχουν να αμαρτάνουν περισσότερο και γίνονται δυσκολοθεράπευτα, όπως συμβαίνει με τα σωματικά τραύματα, όταν τρίβονται και ξύνονται. Ακόμη και ένας αργός λόγος μπορεί να χωρίσει το νου από τη μνήμη του Θεού, καθώς μας σπρώχνουν οι δαίμονες σ’ αυτό και οι αισθήσεις πείθονται σ’ αυτούς.
«Είναι μεγάλος ο αγώνας και ο φόβος να φυλάξεις την ψυχή σου. Πρέπει λοιπόν να χωριστείς από όλο τον κόσμο και να σπάσεις το δεσμό της συμπάθειας της ψυχής προς το σώμα και να γίνεις χωρίς πόλη, χωρίς σπίτι, χωρίς τίποτε δικό σου, αφιλάργυρος, ακτήμων, χωρίς πολυπραγμοσύνη, χωρίς συναλλαγές με άλλους, αμαθής των ανθρώπινων πραγμάτων, ταπεινόφρων, συμπαθής,πράος, ήσυχος, έτοιμος να δεχτείς στην καρδιά σου τις υποδείξεις της θείας γνώσεως.Γιατί δεν είναι δυνατό να γράψεις σε κέρινη πλάκα, αν προηγουμένως δεν τη λειάνεις από τα γράμματα που είναι χαραγμένα πάνω στο κερί. Αυτά μας διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος. Τέτοιοι έγιναν όλοι οι Άγιοι• χωρισμένοι τελείως από την κοσμική ζωή, διατηρούσαν το ουράνιο φρόνημα αθόλωτο μέσα τους, και το καταλάμπρυναν με τους θείους νόμους. Και έλαμπαν με τα ευσεβή έργα και λόγια, αφού νέκρωσαν τα επίγεια μέλη τους(Κολ. 3, 5) με την εγκράτεια και το φόβο και τον πόθο του Θεού. Γιατί με την αδιάλειπτη προσευχή και τη μελέτη των θείων Γραφών ανοίγουν τα νοερά μάτια της ψυχής και βλέπουν τον Βασιλέα των δυνάμεων. Και τότε γίνεται χαρά μεγάλη και δριμύς πόθος που καταφλέγει την ψυχή, η σάρκα συνανυψώνεται κι αυτή από το Πνεύμα και γίνεται ο άνθρωπος όλος πνευματικός. Αυτά αξιώνονται να έχουν οι εργάτες της μακάριας ησυχίας και της ασκητικής ζωής, οι οποίοι χωρίστηκαν από κάθε ανθρώπινη παρηγοριά και με καθαρότητα συνομιλούν μόνοι με μόνο τον επουράνιο Κύριο.»
Όταν τα άκουσε αυτά ο θεοφιλής εκείνος αδελφός, πληγώθηκε η ψυχή του από τον θείο πόθο και πήγε μαζί του στη σκήτη, όπου οι πιο μεγάλοι Πατέρες είχαν διανύσει το δρόμο της ευσέβειας. Εκεί κατοίκησαν στη Λαύρα του αγίου Ιωάννη του Κολοβού, και, επειδή ήθελαν να ζήσουν ησυχαστική ζωή, ανέθεσαν τον εαυτό τους στη φροντίδα του οικονόμου της Λαύρας. Ζούσαν με τη χάρη του Θεού με μεγάλη ησυχία, πηγαίνοντας ελεύθερα κάθε Σάββατο και Κυριακή στην εκκλησία. Τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας έμεναν στο κελί, κάνοντας καθένας τις προσευχές και την ακολουθία του. Η ακολουθία του αγίου γέροντα ήταν αυτή: τη νύχτα όλη έψαλλε το Ψαλτήριο και τις ωδές χωρίς θόρυβο, και έλεγε και μια περικοπή του Ευαγγελίου. Κατόπιν καθόταν και έλεγε μόνος του το «Κύριε έλέησον» με προσήλωση και για πολλή ώρα, ώσπου δεν μπορούσε πιά να το λέει. Και τότε έπαιρνε λίγο ύπνο• και πάλι την αυγή έψαλλε την πρώτη Ώρα και καθόταν στο κάθισμά του προσεκτικά βλέποντας προς την ανατολή, ψάλλοντας κατά διαλείμματα και λέγοντας από μνήμης περικοπές από τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο. Και έτσι περνούσε κάθε ημέρα ψάλλοντας και προσευχόμενος αδιαλείπτως(Α΄Θεσ. 5, 17), και τρεφόμενος με τη θεωρία των ουρανίων, ώστε πολλές φορές να υψώνεται ο νους του στη θεωρία και να μη γνωρίζει αν βρίσκεται πάνω στη γη.
Ο αδελφός Παυλίνος, βλέποντάς τον να επεκτείνεται τόσο πολύ στην προσευχή και να αλλοιώνεται ολότελα από τις θείες έννοιες, του είπε: «Πολύ κοπιάζεις πάτερ, με τόσα γηρατειά να ταλαιπωρείς το σώμα σου και να το μεταχειρίζεσαι σαν δούλο(Α΄Κορ. 9, 27).» Κι ο γέροντας αποκρίθηκε:
«Πίστεψέ με παιδί μου, τόσο μεγάλη προθυμία και πόθο για την ακολουθία έχει βάλει ο Θεός μέσα στην ψυχή μου, ώστε δεν φτάνουν οι δυνάμεις μου να την ικανοποιήσω σ’ όλη την έκτασή της. Αλλά ο πόθος του Θεού και η ελπίδα των μελλόντων αγαθών νικά τη σωματική μου αδυναμία.» Έτσι λοιπόν ο πόθος του νου του πετούσε πάντοτε στον ουρανό. Και όχι μόνον τις άλλες ώρες, αλλά και στην ώρα του φαγητού.
Κάποτε λοιπόν ένας αδελφός που κατοικούσε μαζί του, τον ερώτησε, ποιό είναι το μυστήριο της θεωρίας. Εκείνος, επειδή τον είδε ότι επιθυμούσε να μάθει και τον παρακαλούσε, του είπε: «Σου λέω, παιδί μου, αληθινά,ότι αν καθαριστεί τελείως ο νους, τότε ο Θεός του αποκαλύπτει τις θεωρίες ακόμη και των αγγελικών δυνάμεων που Τον υπηρετούν.» Και πάλι τον ξαναρώτησε: «Γιατί πάτερ, παραπάνω από όλη την αγία Γραφή, γλυκαίνεσαι περισσότερο με το Ψαλτήριο; Και γιατί ενώ το
λές ήσυχα, φαίνεσαι σαν να συνομιλείς με κάποιον;» Ο αββάς απάντησε: «Να σου πω, παιδί μου· τόσο πολύ εχει βάλει ο Θεός μέσα στην ταπεινή μου ψυχή τη δύναμη των ψαλμών, όσο και στον προφήτη Δαβίδ, και δεν μπορώ να χωριστώ από τη γλυκύτητα των ποικίλων θεωρημάτων που βρίσκονται μέσα σ’ αυτούς. Οι ψαλμοί περιέχουν όλη τη θεία Γραφή.» Και αυτά τα εκμυστηρεύθηκε στον αδελφό με μεγάλη ταπεινοφροσύνη, αφού πιέστηκε πολύ απ’ αυτόν, θέλοντας να τον ωφελήσει.
Ένας αδελφός ονόματι Ιωάννης, προερχόμενος από τα παράλια, πήγε στον άγιο αυτό και μεγάλο πατέρα Φιλήμονα, έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Τι να κάνω πάτερ, για να σωθώ; Γιατί βλέπω ότι ο νους μου γυρίζει και ρεμβάζει εδώ κι εκεί σε πράγματα που δεν πρέπει.» Ο γέροντας, αφού σώπασε λίγο, του είπε: «Αυτό το πάθος είναι των κοσμικών, και το έχεις ακόμη, επειδή δεν απόκτησες τέλειο πόθο του Θεού. Δεν σου ήρθε ακόμη η θέρμη του πόθου και της επιγνώσεως του Θεού.» Λέει ο αδελφός: «Και Τι να κάνω Πάτερ;» Εκείνος του απάντησε: «Πήγαινε και έχε κρυφή μελέτη μέσα στην καρδιά σου, η οποία μπορεί να καθαρίσει το νου σου από αυτά.» Ο αδελφός, όντας αμύητος σ’ αυτά, λέει στον γέροντα: «Τι είναι η κρυφή μελέτη, πάτερ;» Και αυτός του απαντά: «Πήγαινε, έχε νήψη στην καρδιά σου και λέγε προσεκτικά μέσα στο νου σου με φόβο και τρόμο: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Αυτή είναι η συμβουλή που δίνει ο μακάριος Διάδοχος * στους αρχαρίους.»
* Φιλοκαλία, τόμος Α΄, σελ. 302, κεφ. 59-61.
Έφυγε λοιπόν ο αδελφός, και με τη βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του Πατέρα, αφού ησύχασε, γλυκάθηκε σ’ αυτή τη μελέτη, αλλά για λίγο. Όταν όμως η μελέτη αυτή σταμάτησε ξαφνικά και δεν μπορούσε να την καλλιεργήσει με νήψη και να προσευχηθεί, πήγε πάλι στον γέροντα και του ανέφερε ό,τι του είχε συμβεί. Αυτός του είπε: «Τώρα γνώρισες έστω και ενα ίχνος ησυχίας και πνευματικής εργασίας και δοκίμασες τη γλυκύτητα που προέρχεται από αυτή. Έχε λοιπόν πάντοτε στην καρδιά σου αυτό: Είτε τρώς, είτε πίνεις, είτε συνομιλείς με άλλους, είτε έξω από το κελί σου βρίσκεσαι, είτε στο δρόμο βαδίζεις, μην παραλείψεις ποτέ να έχεις αυτή την ευχή στο νου σου με νήψη και συγκέντρωση και να ψάλλεις και να μελετάς ευχές και ψαλμούς. Αλλά και σ’ αυτήν ακόμη την ανάγκη σου, να μην είναι αργός ο νους σου, αλλά κρυφά να μελετά και να προσεύχεται. Γιατί έτσι μπορείς να γνωρίσεις τα βάθη της Γραφής και τη δύναμη που κρύβεται σ’ αυτήν, και να δώσεις ακατάπαυστη εργασία στο νου σου, για να εκπληρώνεις την αποστολική εντολή που λέει, “αδιαλείπτως προσεύχεσθε”(Α΄Θεσ. 5, 17). Πρόσεχε λοιπόν με ακρίβεια και φύλαγε την καρδιά σου να μη δέχεται πονηρούς λογισμούς, ή οποιουσδήποτε μάταιους και ανώφελους. Αλλά πάντοτε, και όταν κοιμάσαι και όταν τρώς ή πίνεις ή συνομιλείς, η καρδιά σου κρυφά, άλλοτε να μελετά νοερά τους ψαλμούς, άλλοτε να προσεύχεται με το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”. Και πάλι όταν ψάλλεις με τη γλώσσα σου, πρόσεχε μην άλλο λέει το στόμα σου και άλλου γυρίζει ο νους σου.»
Είπε πάλι ο αδελφός: «Στον ύπνο μου βλέπω πολλές μάταιες φαντασίες.» Ο γέροντας του είπε:
«Μη βαρεθείς και μην αμελήσεις• αλλά πριν κοιμηθείς, να κάνεις πολλές προσευχές μέσα σου και ν’ αντιστέκεσαι στους λογισμούς, ώστε να μη σε σέρνει στα θελήματά του ο διάβολος, για να σε δεχτεί ο Θεός. Κι όσο μπορείς φρόντισε, μετά τους ψαλμούς και την προσεκτική μελέτη, να κοιμηθείς, και μην αμελήσεις και αφήσεις το νου σου να δεχτεί ξένους λογισμούς, αλλά με εκείνα που προσευχήθηκες, εκείνα μελετώντας, πλάγιασε, για να είναι μαζί σου όταν κοιμάσαι, και όταν ξυπνήσεις να σου μιλήσουν(Παροιμ. 6, 22). Να λες και το άγιο Σύμβολο της πίστεως προτού πλαγιάσεις. Γιατί η ορθή πίστη περί του Θεού είναι πηγή και φύλαξη όλων των αγαθών.»
Ο αδελφός στη συνέχεια ρώτησε: «Δείξε αγάπη, πάτερ, και πες μου, ποια εργασία κάνει ο νους σου; Δίδαξέ με, για να σωθώ και εγώ.» Ο γέροντας του απάντησε: «Γιατί θέλεις να περιεργάζεσαι αυτά τα πράγματα;» Σηκώθηκε τότε ο αδελφός, έπιασε τα πόδια του αγίου, και καταφιλώντας τα τον παρακαλούσε να του πει. Ύστερα από πολλές ώρες, του είπε: «Δεν μπορείς ακόμη να τα αντέξεις· γιατί το να απονέμει κανείς το κατάλληλο έργο σε κάθε αίσθηση, είναι ιδίωμα ανθρώπου που απόκτησε έξη στην αρετή. Ούτε είναι δυνατόν εκείνος που δεν είναι τελείως καθαρός από τις μάταιες σκέψεις του κόσμου, να αξιωθεί να λάβει αυτό το χάρισμα. Γι’ αυτό, αν επιθυμείς αυτά, κράτησε την κρυφή μελέτη με καθαρή καρδιά. Γιατί αν γίνεται αδιάλειπτα η προσευχή σου και η μελέτη των Γραφών, τότε ανοίγουν τα νοερά μάτια της ψυχής και έρχεται σ’ αυτήν χαρά μεγάλη και ένας πόθος ανέκφραστος και πολύ δυνατός, σε σημείο που να καίγεται και η σάρκα από το Πνεύμα, ώστε να γίνεται ολόκληρος ο άνθρωπος πνευματικός. Είτε λοιπόν τη νύχτα, είτε την ημέρα σε αξιώσει ο Θεός να προσευχηθείς απερίσπαστα με καθαρό νου, μην περιοριστείς στον κανόνα σου, αλλά με όση δύναμη έχεις, να επεκτείνεσαι στην προσευχή και ν’ αφοσιώνεσαι στο Θεό. Και Αυτός φωτίζει την καρδιά σου ποια πνευματική εργασία να κάνεις.» Πρόσθεσε δε και τούτο:
«Κάποτε ήρθε ένας γέροντας να με επισκεφθεί• τον ρώτησα για την πνευματική του κατάσταση και μου απάντησε: “Δύο χρόνια ολόκληρα παρακαλούσα το Θεό με όλη μου την καρδιά χωρίς ν’ απογοητεύομαι, για να μου δώσει το χάρισμα να τυπωθεί ακατάπαυστα και χωρίς περισπασμό μέσα στην καρδιά μου η προσευχή που παρέδωσε ο ίδιος στους μαθητές Του. Και αφού είδε τον κόπομου και την υπομονή μου, μού έδωσε το χάρισμα ο μεγαλόδωρος Κύριος.”»
Έλεγε ακόμη: «Οι λογισμοί που γεννιούνται στη διάνοια γύρω από τα μάταια, είναι ασθένειες οκνηρής και άνεργης ψυχής. Πρέπει λοιπόν, όπως λέει η Γραφή, να φρουρούμε το νου μας με κάθε τρόπο(Παροιμ. 4, 23), και να ψάλλομε χωρίς περισπασμό με συναίσθηση και να προσευχόμαστε με καθαρό νου. Λοιπόν αδελφοί, ο Θεός θέλει να του δείξομε την επιμέλειά μας πρώτα με κόπους και έπειτα με αγάπη και με αδιάλειπτη προσευχή, και Εκείνος μας δίνει το δρόμο της σωτηρίας. Και είναι φανερό ότι, άλλος δρόμος που ανεβάζει στον ουρανό δεν είναι παρά η τέλεια ησυχία, η αποφυγή όλων των κακών, η απόκτηση των καλών, η τέλεια αγάπη προς το Θεό και η ένωση μαζί Του με αγιότητα και κάθε αρετή. Αν φτάσει σ’ αυτά κάποιος, γρήγορα θ’ ανεβεί στο χώρο του ουρανού. Οπωσδήποτε όμως, εκείνος που θέλει να φτάσει σ’ αυτό το ύψος, πρέπει να νεκρώσει τα μέλη του που επιθυμούν τα γήινα(Κολ. 3, 5). Γιατί όταν η ψυχή μας ευφραίνεται με τη θεωρία του πραγματικού αγαθού, δεν επιστρέφει σε κανένα από τα πάθη της ηδονής, αλλά αφού αποστραφεί κάθε σωματική ηδυπάθεια, δέχεται με καθαρή και αμόλυντη διάνοια τη φανέρωση του Θεού.
«Έχομε λοιπόν ανάγκη από μεγάλη προσοχή και σωματικούς κόπους και κάθαρση της ψυχής, για να κάνομε το Θεό ένοικο στις καρδιές μας, ώστε να εκτελούμε στο εξής χωρίς πλάνη τις θείες Του εντολές. Και τότε Αυτός μάς μαθαίνει να τηρούμε με ασφάλεια τους νόμους Του, στέλνοντάς μας σαν ηλιακές ακτίνες τις ενέργειές Του με τη χάρη του Πνεύματός Του που έχει βάλει μέσα μας. Γιατί με κόπους και πειρασμούς πρέπει να αποκαθάρομε τη θεία εικόνα, σύμφωνα με την οποία γίναμε λογικοί και δεκτικοί κάθε συνέσεως και της ομοιώσεως με το Θεό· έχοντας τις αισθήσεις άμικτες από κάθε κηλίδα, πυρακτώνοντάς τις κατά κάποιο τρόπο στο καμίνι των πειρασμών και μεταμορφούμενοι στο βασιλικό αξίωμα. Ο Θεός έκανε την ανθρώπινη φύση μέτοχο κάθε αγαθού, ικανή να θεωρεί νοερά τις χορείες των αγγέλων, τις δόξες των κυριοτήτων τις δυνάμεις, τις αρχές, τις εξουσίες, το φώς το απλησίαστο, τη δόξα την υπέρλαμπρη. Όταν όμως κατορθώσεις αρετή, ας μην υψωθεί ο λογισμός σου απέναντι του αδελφού σου, ότι εσύ κατόρθωσες και εκείνος αμέλησε• αυτό είναι αρχή υπερηφάνειας. Πρόσεχε με όλη σου τη δύναμη να μην κάνεις τίποτε για να αρέσεις στους  ανθρώπους. Αν αγωνίζεσαι  εναντίον  πάθους,  μην  αποκάμεις,  ούτε  να  λιγοψυχήσεις,  αν επιμένει ο πόλεμος. Σήκω και ρίξε τον εαυτό σου μπροστά στο Θεό με όλη σου την καρδιά και πες μαζί με τον Προφήτη: “Δίκασε, Κύριε, αυτούς που μ’ αδικούν(Ψαλμ. 34, 1), γιατί εγώ δεν μπορώ να τους νικήσω.” Και ο Θεός, βλέποντας την ταπείνωσή σου, θα σου στείλει το ταχύτερο τη βοήθειά Του. Όταν πάλι περπατάς μαζί με άλλον στο δρόμο, μη δεχτείς μάταιη συνομιλία, αλλά δώσε  στο  νου  σου  την  πνευματική  εργασία  που  είχε,  για  να  του  γίνει  καλή  συνήθεια,  να λησμονήσει τα τερπνά του κόσμου και να φτάσει τελικά στο λιμάνι της απάθειας.» Με τέτοια και πολλά άλλα αφού κατήχησε τον αδελφό, του έδωσε την ευχή του και τον άφησε να φύγει.
Ύστερα από λίγο καιρό ξαναγύρισε ο αδελφός και ερώτησε πάλι τον γέροντα: «Τι να κάνω, πάτερ; Στη νυκτερινή μου ακολουθία με βαραίνει ο ύπνος και δεν με αφήνει να προσευχηθώ με νήψη, αλλά ούτε και να αγρυπνήσω πολύ, και όταν ψάλλω, μου έρχεται ν’ ασχοληθώ με το εργόχειρο.» Ο γέροντας απάντησε: «Όταν μπορείς να προσεύχεσαι με νήψη, μη στραφείς στο εργόχειρο. Αν όμως σε κυριέψει ακηδία, κουνήσου λιγάκι, απείλησε τον λογισμό και πιάσε το εργόχειρο.» Ο αδελφός είπε πάλι σ’ αυτόν: «Εσένα, δέσποτα, δε σε βαραίνει ο ύπνος στην ακολουθία σου;» Αυτός του είπε:
«Σπάνια• αν όμως κάποτε μου έρθει, κινούμαι και λέω από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο από την άρχή, υψώνοντας τα μάτια της διάνοιας στο Θεό, και ευθύς εξαφανίζεται. το ίδιο κάνω και με τους λογισμούς• όταν έρθει κάποιος λογισμός, τον αντιμετωπίζω με καυτά δάκρυα σαν φωτιά, και εξαφανίζεται. Εσύ όμως δεν μπορείς ακόμη να οπλιστείς έτσι, αλλά μάλλον κράτα πάντοτε την κρυφή μελέτη και τις προσευχές που όρισαν οι άγιοι Πατέρες για την ημέρα: τις Ώρες τρίτη, Εκτη
και ενάτη και τον εσπερινό· φρόντισε να επιτελείς και τις νυκτερινές ακολουθίες. Με όλη σου τη δύναμη φρόντισε να μην κάνεις τίποτε για να αρέσεις στους ανθρώπους, ούτε να έχεις έχθρα κατά του αδελφού σου, για να μη χωριστείς από το Θεό σου. Προσπάθησε να φυλάξεις τη διάνοιά σου αμετεώριστη, στραμμένη με επιμέλεια στους εσωτερικούς λογισμούς. Όταν βρίσκεσαι στην εκκλησία και πρόκειται να μεταλάβεις τα θεία Μυστήρια του Χριστού, μη βγεις έξω, μέχρις ότου λάβεις την τέλεια ειρήνη· στάσου στον ίδιο τόπο και μη φύγεις από εκεί μέχρι την απόλυση. Έχε στο νου σου ότι στέκεσαι στον ουρανό και ότι πρόκειται μαζί με τους αγίους αγγέλους να συναντήσεις το Θεό και να τον υποδεχτείς μέσα στην καρδιά σου. Προετοιμάζου με φόβο και τρόμο πολύ, για να μη γίνεις μέτοχος των αγίων δυνάμεων ανάξια.» Με αυτά όπλισε τον αδελφό και αφού τον ανέθεσε στον Κύριο και στο Πνεύμα της χάρης Του(Πραξ. 20, 32), τον άφησε να φύγει.
Εκτός από αυτά, και ο αδελφός που ήταν μαζί του έλεγε τα εξής: «Κάποτε που καθόμουν κοντά του, τον ρώτησα αν δοκίμασε πειρασμούς από επιβουλές δαιμόνων, όταν ήταν στην έρημο. μου απάντησε: “Συγχώρεσέ με αδελφέ. Αν επιτρέψει ο Θεός να έρθουν σε σένα οι πειρασμοί που υπέφερα από τον διάβολο, δε θα μπορέσεις νομίζω να υπομείνεις τη δριμύτητά τους. Είμαι εβδομήντα  χρόνων,  ή  και  παραπάνω.  Υπομένω  όλο  και  περισσότερους•  έμεινα  σε  διάφορες έρημους σε βαθύτατη ησυχία και έπαθα και υπέφερα τόσα από αυτούς, που δεν συμφέρει να διηγηθώ τη δριμύτητά τους σ’ εκείνους που δε δοκίμασαν ακόμα την ησυχαστική ζωή. Αυτό έκανα πάντα στους πειρασμούς· όλη την ελπίδα μου την έριχνα στο Θεό, προς τον οποίο έκανα και τις υποσχέσεις της απαρνήσεως του κόσμου. Και Αυτός αμέσως με έσωζε από κάθε ανάγκη. Γι’ αυτό, αδελφέ, δε φροντίζω πλέον για τον εαυτό μου. Γιατί γνωρίζω ότι Εκείνος φροντίζει για μένα και υποφέρω ελαφρότερα τους πειρασμούς που μου έρχονται. Μόνον αυτό προσφέρω εγώ από τον εαυτό μου, το να προσεύχομαι αδιάλειπτα(Α΄Θεσ. 5, 17). Και ξέρω ότι όσο δυναμώνουν τα δεινά, τόσο και προξενούνται στεφάνια στον υπομένοντα. Γιατί οι πειρασμοί είναι γραμμάτια μπροστά στον δίκαιο Κριτή. Αυτά λοιπόν έχοντας υπόψη αδελφέ, μην πέσεις στη ραθυμία• γνώριζε ότι στέκεσαι κι αγωνίζεσαι στο μέσο του πολέμου και ότι είναι πάρα πολλοί εκείνοι που πολεμούν με το μέρος μας εναντίον του εχθρού του Θεού. Γιατί πώς ήταν δυνατό να τολμούμε εμείς να πολεμούμε εναντίον τόσο φοβερού εχθρού του γένους μας, αν δε μας κρατούσε το πανίσχυρο χέρι του Θεού Λόγου, προστατεύοντας και φυλάγοντάς μας; Πώς θ’ άντεχε η ανθρώπινη φύση τις επιθέσεις του; Λέει σχετικά η Γραφή: ‘Ποιός μπορεί να αφαιρέσει την επένδυσή του, ή ποιος μπορεί να διαπεράσει τις πτυχές του θώρακά του; Από το στόμα του βγαίνουν πυρσοί αναμμένοι, και πετάγονται φωτιές. Από τα ρουθούνια του βγαίνει πυκνός καπνός σαν από φωτιά που καίει κάρβουνα. Η ψυχή του είναι πυρακτωμένα κάρβουνα και από το στόμα του βγαίνει φλόγα. Η δύναμή του συγκεντρώνεται στον τράχηλό του. Μπροστά του τρέχει η καταστροφή. Η καρδιά του είναι σκληρή σαν πέτρα, και άκαμπτη σαν το αμόνι. Αναβράζει την άβυσσο όπως το φυσερό τη φωτιά στο χαλκουργείο• θεωρεί τη θάλασσα σαν ένα μυροδοχείο και έχει στην κυριαρχία του τα βάθη της αβύσσου. Βλέπει κάθε υψηλό και βασιλεύει πάνω σ’ όλα όσα είναι μέσα στα νερά.(Ιωβ41, 5. 11-14. 16. 23-24. 26) Εναντίον αυτού έχομε να παλέψομε, αδελφέ. Αυτόν τον τρομερό και δυνατό τύραννο υποτύπωσε η Γραφή. Αλλά εύκολα τον νικούν όσοι έχουν επιδοθεί νόμιμα στον ερημικό βίο, επειδή δεν τους συνδέει τίποτε μαζί του, καθώς απαρνήθηκαν τον κόσμο και ανδραγαθούν στις αρετές. Έχομε εμείς μαζί μας Εκείνον που πολεμά με το μέρος μας. Πες μου, ποιος είναι που πλησίασε τον Κύριο και αφού έλαβε στο νου του τον φόβο Του, δεν παρουσίασε αλλαγή; Και ποιος είναι που καταλάμπρυνε τον εαυτό του με τους θείους νόμους και τα θεία έργα, και δεν έκανε την ψυχή του ολοφώτεινη και ν’ αστράφτει με τα θεία νοήματα και τους λογισμούς; Αυτός δεν αφήνει ποτέ αργή την ψυχή του, γιατί έχει το Θεό που διεγείρει το νου στο να επιθυμεί ακόρεστα το φως. Και καθώς η ψυχή αυτή δέχεται συνεχώς τη θεία ενέργεια, δεν αφήνεται από το Πνεύμα να αποχαυνώνεται στα πάθη• αλλά σαν βασιλιάς που με δριμύ και φοβερό μένος κατά των εχθρών, κατακόβοντάς τους αλύπητα και χωρίς να στρέφεται διόλου προς τα πίσω, κερδίζει τη νίκη του πολέμου, σηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό με την πρακτική αρετή και την προσευχή του νου.”»
Ο ίδιος αδελφός έλεγε ακόμα και τούτο: «Κοντά στις άλλες αρετές, είχε και αυτήν: ποτέ δεν ανεχόταν  να  ακούσει  αργό  λόγο. Αν  κανείς  έλεγε  απρόσεκτα  κάτι  που  δεν  έτεινε  σε  ψυχική ωφέλεια, δεν αποκρινόταν διόλου. Αλλά και όταν πήγαινα για υπηρεσία, δεν με ρωτούσε “που πηγαίνεις;”. Και όταν επέστρεφα, δεν με ρωτούσε “που ήσουν;” ή “πώς πήγες;” ή “τι έκανες;”. Κάποτε λοιπόν πήγα στην Αλεξάνδρεια για δουλειά αναγκαία και από εκεί πήγα στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστικό ζήτημα, αφού χαιρέτησα τους άλλους ευλαβέστατους αδελφούς, χωρίς να ειδοποιήσω τον γέροντα. Αφού έμεινα αρκετό καιρό εκεί, γύρισα πάλι στη σκήτη κοντά του. Αυτός όταν με είδε, γέμισε από χαρά και αφού με φίλησε, έκανε ευχή και κάθισε, χωρίς να με ερωτήσει τίποτε, αλλά έμεινε προσηλωμένος στη θεωρία.
«Αλλοτε πάλι, θέλοντας να τον δοκιμάσω, περίμενα μερικές ημέρες, χωρίς να του δώσω ψωμί. Αυτός ούτε ζήτησε, ούτε μου είπε τίποτε. Εγώ ύστερα απ’ αυτά, του έβαλα μετάνοια και του είπα: “Δείξε αγάπη, πάτερ, και πες μου, δε λυπήθηκες που δεν σου έφερα κατά τη συνήθεια να φάς;” Μου αποκρίθηκε: “Συγχώρεσέ με, αδελφέ. Και είκοσι ήμερες αν δεν μου δώσεις ψωμί, δεν σου ζητώ. Όσο αντέχει η ψυχή μου, έτσι αντέχω και στο σώμα”. Τόσο πολύ ήταν απασχολημένος με τη θεωρία του όντως Αγαθού.
«Έλεγε επίσης ότι “αφότου ήρθα στη σκήτη, δεν επέτρεψα στο λογισμό μου να βγει έξω από το κελί, ούτε και άλλο λογισμό παραδέχθηκα με το νου μου, εκτός από το φόβο του Θεού και τις τιμωρίες στον μέλλοντα αιώνα. Είχα πάντοτε στο νου μου την τιμωρία που έχει απειλήσει ο Θεός κατά των αμαρτωλών, το αιώνιο πυρ και το σκότος το εξώτερο, σε ποιά κατάσταση βρίσκονται οι ψυχές των αμαρτωλών και οι ψυχές των δικαίων, και ποια είναι τα αγαθά που είναι ετοιμασμένα για τους δικαίους, και πώς ο καθένας απολαμβάνει το μισθό του ανάλογα με τον κόπο του(Α΄Κορ.
3, 8): ένας για τους πολλούς κόπους του, άλλος για την ελεημοσύνη του και την ανυπόκριτη αγάπη του, άλλος για την ακτημοσύνη του και την ολική απάρνηση του κόσμου, άλλος για την ταπεινοφροσύνη του και την ακρότατη ησυχία του, άλλος για την τέλεια υποταγή του, άλλος για την ξενιτεία του. Όλα αυτά λοιπόν συλλογίζομαι και δεν επιτρέπω σε άλλο λογισμό να εισχωρήσει μέσα μου, ούτε μπορώ να βρίσκομαι ακόμα με τους ανθρώπους, ή ν’ απασχολήσω το νου μου με αυτούς, για να μην αποχωριστώ από τις αγιότερες σκέψεις”.
»Σ’ αυτά πρόσθετε και τη διήγηση κάποιου μοναχού κι έλεγε ότι “είχε φτάσει σε απάθεια και δεχόταν το ψωμί του από χέρι αγγέλου, από την αμέλειά του όμως «Έχασε αυτή την τιμή. Γιατί όταν η ψυχή χαλαρώσει τη συγκέντρωση και την ένταση του νου, τότε την κυριεύει η νύχτα. Όπου δε φωτίζει ο Θεός, όλα είναι σκορπισμένα σαν μέσα στο ζόφο και δε μπορούν να βλέπουν το Θεό μόνο και να τρέμουν τους λόγους Του. Λέει ο Κύριος: ‘Εγώ είμαι Θεός που σας πλησιάζω, και όχι Θεός από μακριά. Είναι δυνατόν να κρυφτεί κανείς στο πιο κρυφό μέρος κι εγώ να μη τον δω; Μήπως εγώ δε γεμίζω τον ουρανό και τη γη;(Ιερ. 23, 23-24)” Θυμόταν και πολλούς άλλους που έπαθαν τα ίδια. Κοντά σ’ αυτά ανέφερε και την πτώση του Σολομώντα, “ο οποίος, έλεγε, αν και έλαβε τόση σοφία και δοξαζόταν από όλους γιατί ήταν σαν το πρωινό αστέρι και σκόρπιζε σ’ όλους τη λάμψη της σοφίας του, ωστόσο για μια μικρή ηδονή έχασε τη δόξα(Γ΄Βασ. 11, 1-11). Είναι να φοβάται κανείς την αμέλεια. Πρέπει να προσευχόμαστε αδιάλειπτα(Α΄Θεσ. 5, 17), για να μην έρθει ξένος λογισμός και μας χωρίσει από το Θεό και κολλήσει κάτι ξένο στο νου μας. Γιατί η καθαρή καρδιά αφού γεμίσει ολόκληρη από το Άγιο Πνεύμα, βλέπει μέσα της καθαρά σαν σε καθρέφτη όλο τον ίδιο το Θεό.”
»Όταν τ’ άκουσα αυτά, συνέχισε ο αδελφός, κατάλαβα στην πράξη ότι τα σαρκικά πάθη ήταν ολότελα ανενεργά σ’ αυτόν. Επιθυμούσε πάντοτε τα καλύτερα, ώστε πάντοτε να φαίνεται ότι μεταμορφωνόταν από το Άγιο Πνεύμα• στέναζε μ’ ανέκφραστους στεναγμούς(Ρωμ. 8, 26), στρεφόταν μέσα του και ζύγιζε τον εαυτό του, και αγωνιούσε μήπως κάτι μπει κρυφά στη διάνοιά του και θολώσει την καθαρότητά της και του δημιουργηθεί, χωρίς να το καταλάβει, καμιά αφορμή για ψόγο.
«Βλέποντας εγώ αυτά, είπε ο αδελφός που ήταν κοντά του, και παρακινούμενος από ζήλο να κάνω και εγώ τα όμοια κατορθώματα, τον πλησίαζα και τον ρωτούσα συχνά: “Πώς μπορώ να αποκτήσω και εγώ καθαρό νου, όπως και συ;” Κι αυτός μου έλεγε: “Πήγαινε και κοπίασε. Γιατί χρειάζεται κόπος και πόνος καρδιάς. Εκείνα που είναι άξια του ζήλου και των κόπων μας, δεν μας έρχονται όταν κοιμόμαστε και είμαστε ξαπλωμένοι, αφού και τα επίγεια αγαθά δεν έρχονται χωρίς κόπο. Πρέπει λοιπόν εκείνος που θέλει να φτάσει σε πνευματική προκοπή, πρώτα απ’ όλα να απαρνηθεί τα θελήματά του και να αποκτήσει το παντοτινό πένθος και την ακτημοσύνη. Να μην προσέχει αμαρτίες άλλων, αλλά μόνον τις δικές του και να κλαίει γι’ αυτές ημέρα και νύχτα, και να μην έχει φιλία με κανένα. Η ψυχή που έχει πόνο από συμφορές και ελέγχεται από τη θύμηση των αμαρτιών της, γίνεται νεκρή για τον κόσμο, και ο κόσμος νεκρώνεται γι’ αυτήν, δηλαδή γίνονται άπρακτα τα πάθη της σάρκας, και ο άνθρωπος γίνεται αργός γι’ αυτά. Εκείνος που απαρνείται τον κόσμο και πηγαίνει μαζί με το Χριστό και ησυχάζει, αγαπά το Θεό και φυλάει καθαρή τη θεία εικόνα και αποκτά τη θεία ομοίωση. Γιατί δέχεται από το Θεό τη χορηγία του Πνεύματος και γίνεται οίκος Θεού και όχι οίκος δαιμόνων· παρουσιάζει έργα δίκαια ενώπιον του Θεού. Και η ψυχή που είναι καθαρή από τον κόσμο και ελεύθερη από σαρκικούς μολυσμούς και δεν έχει καμία κηλίδα ή ρυτίδα(Εφ. 5, 27), θα στεφθεί με το στεφάνι της δικαιοσύνης, και θα λάμπει ολόκληρη από την ομορφιά της αρετής. Αν κάποιος στην αρχή της αποταγής του από τον κόσμο δεν έχει πένθος στην καρδιά  του, ούτε δάκρυα  πνευματικά,  ούτε θύμηση  της  ατελεύτητης κολάσεως,  ούτε αληθινή ησυχία, ούτε επίμονη προσευχή, ούτε ψαλμωδία, ούτε μελέτη των θείων Γραφών, ούτε του έγιναν όλα αυτά συνήθεια, ώστε από την αδιάκοπη εγκαρτέρηση σ’ αυτά να αναγκάζεται από το νου του να τα πράττει και χωρίς ακόμη να το θέλει, και αν δε μεγαλώνει ο φόβος του Θεού μέσα στο νου του, τότε αυτός βρίσκει ακόμη ανάπαυση στη φιλία του κόσμου και δεν μπορεί να αποκτήσει καθαρό νου κατά την προσευχή. Η ευσέβεια και ο φόβος του Θεού καθαρίζουν την ψυχή από τα πάθη και κάνουν το νου ελεύθερο, τον οδηγούν στη φυσική θεωρία και τον κάνουν ν’ αγγίζει τη θεολογία, την οποία περιμένει με τη μορφή της μακαριότητας, γιατί αυτή δίνει από εδώ στους μετόχους της την πρόγευση της αιώνιας μακαριότητας και διατηρεί την ψυχή ακλόνητη.
»Με όλη μας λοιπόν τη δύναμη ας φροντίσομε για την πρακτική εργασία, με την οποία ανεβαίνομε στην ευσέβεια, που είναι η καθαρότητα της διάνοιας. Καρπός της είναι η φυσική θεωρία και η θεολογία. Γιατί η πράξη είναι που μάς ανεβάζει στη θεωρία, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος, ο μεγαλόφωνος και θεολογικότατος αυτός νους. Αν λοιπόν παραμελήσομε την πρακτική αρετή, θα είμαστε άδειοι από κάθε φιλοσοφία. Γιατί, κι αν ακόμη προχωρήσει κανείς στο ακρότατο όριο της αρετής, έχει ανάγκη από τους κόπους της ασκήσεως, για να χαλιναγωγήσει τις άτακτες ορμές του σώματος και να επιτύχει την επιτήρηση των λογισμών του. Έτσι μόλις μπορούμε να επιτύχομε να κατοικήσει μέσα μας ο Χριστός. Όσο περισσεύει μέσα μας η δικαιοσύνη, τόσο αποκτούμε την πνευματική ανδρεία. Και αφού γίνει τέλειος ο νους, πετυχαίνει την ολική ανάκρασή του στο Θεό και περιλάμπεται από το θείο φώς και του αποκαλύπτονται τα απόρρητα μυστήρια. Και τότε μαθαίνει αληθινά, που είναι η φρόνηση, που η δύναμη, που η σύνεση να γνωρίσει τα πάντα, που είναι η μακροβιότητα και η ζωή, που το φώς των ματιών και η ειρήνη(Βαρούχ. 3, 14). Γιατί όσο ο νους είναι απορροφημένος στη μάχη των παθών, δεν έχει ακόμη καιρό ν’ απολαύσει όλα αυτά. Κι αυτό γιατί οι αρετές και οι κακίες κάνουν τυφλό το νου. Οι κακίες, για να μη βλέπει τις αρετές• οι αρετές, για να μη βλέπει τις κακίες. Όταν όμως πάψει ο πόλεμος και αξιωθεί να λάβει πνευματικά χαρίσματα,  τότε  γίνεται  ολόκληρος  φωτοειδής,  καθώς  ενεργεί  πυκνά  επάνω  του  η  χάρη  και στέκεται ακλόνητος στη θεωρία των πνευματικών. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι δεμένος με τα γήινα, αλλά από το θάνατο έχει μεταβεί στη ζωή(Ιω. 5, 24). Εκείνος λοιπόν που ακολουθεί τη ζωή του ζήλου και προσέρχεται στο Θεό, πρέπει να έχει αγνή την καρδιά και καθαρό το στόμα του, για να μπορέσει ο καθαρός λόγος που βγαίνει από το στόμα να υμνήσει άξια το Θεό. Γιατί η ψυχή που έχει αφοσιωθεί στο Θεό, συνομιλεί διαρκώς μαζί Του.
»Ας θελήσομε λοιπόν, αδελφοί, να φτάσομε σ’ αυτή την κορυφή των αρετών και να μη μείνομε στη γη προσηλωμένοι στα πάθη. Γιατί εκείνος που αγωνίζεται και αξιώθηκε να πλησιάσει στο Θεό και να γίνει μέτοχος του αγίου φωτός και να πληγωθεί από τον πόθο του Θεού, απολαμβάνει το Θεό με πνευματική και απερίγραπτη ευφροσύνη, όπως λέει ο ιερός ψαλμός: “Έχε ως τρυφή σου τον Κύριο, και θα σου δώσει ό,τι ζητά η καρδιά σου. Και θα προβάλει τη δικαιοσύνη σου σαν το φώς, και την κρίση Του για σένα σαν τη λαμπρότητα του μεσημεριού”(Ψαλμ. 36, 4 και 6). Όπως λέει και ο Μέγας Βασίλειος, ποιος πόθος ψυχής είναι τόσο δυνατός και αφόρητος, όσο ο πόθος του Θεού που έρχεται στην ψυχή όταν είναι καθαρή από κάθε κακία, και λέει με αληθινή διάθεση καρδιάς: “Είμαι
εγώ λαβωμένη από αγάπη.”(Άσμα 5, 8); Οι αστραπές του θείου κάλλους είναι πέρα από κάθε περιγραφή και διήγηση. Δεν μπορεί να τις παραστήσει ο λόγος, δεν μπορεί να τις δεχτεί η ακοή. Και αν τις παρομοιάσεις με το φως του αυγερινού, ή με την λαμπρότητα της σελήνης, ή με το φως του ηλίου, όλα αυτά είναι πολύ φτωχά για να μας κάνουν να φανταστούμε τη δόξα εκείνη, και περισσότερο υπολείπονται στη σύγκριση με το αληθινό φως, απ’ όσο διαφέρει η βαθιά νύχτα ή το απαίσιο  σκοτάδι  από  ένα  κατάλαμπρο  μεσημέρι. Αυτά  μας  παρέδωσε  ο  Μέγας  Βασίλειος,  ο θεσπέσιος διδάσκαλος, που έμαθε και διδάχτηκε από την πείρα.”»
Αυτά λοιπόν, κι ακόμη περισσότερα, διηγήθηκε ο αδελφός που έμενε κοντά στον αββά Φιλήμονα. Αλλά και με αυτό που θα πω, ποιος δεν θα θαυμάσει, που είναι μεγάλη απόδειξη της ταπεινοφροσύνης του; Γιατί ενώ είχε αξιωθεί από πολύν χρόνο την ιερωσύνη και είχε εγγίσει τα ουράνια, τόσο με το βίο του, όσο και με τη γνώση του, απέφευγε τόσο πολύ το μέγεθος των θείων ιερουργιών, ώστε στα πάμπολλα χρόνια των αγώνων του, δεν τόλμησε σχεδόν να πλησιάσει την αγία Τράπεζα. Αλλά και τα άγια μυστήρια, αν και ζούσε με τόση αυστηρότητα, όταν τύχαινε να συναντηθεί με ανθρώπους, δεν μεταλάμβανε. Όταν δε έμελλε να μεταλάβει τα θεία μυστήρια, εξιλέωνε και παρακαλούσε το Θεό με προσευχές και ψαλμωδίες και εξομολογήσεις, γιατί ένοιωθε φρίκη όταν άκουε τη φωνή του Ιερέα να λέει: «Τα άγια τοις αγίοις». Γιατί έλεγε ότι η Εκκλησία είναι γεμάτη αγίους αγγέλους και ο ίδιος ο Βασιλεύς των δυνάμεων είναι παρών και ιερουργείται μυστικά και μέσα στις καρδιές μας μεταβάλλεται σε σώμα και αίμα. Γι’ αυτό και έλεγε: «Πρέπει εμείς με αγνότητα και καθαρότητα και βγαίνοντας κατά κάποιο τρόπο από τη σάρκα, χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό και ενδοιασμό να τολμούμε να κοινωνούμε τα άχραντα μυστήρια του Χριστού, για να γίνομε μέτοχοι του φωτισμού που προέρχεται από αυτά. Πολλοί από τους αγίους Πατέρες, έβλεπαν τους αγγέλους που τους παρακολουθούσαν, γι’ αυτό και φύλαγαν τους εαυτούς των με σιωπή, χωρίς να συνομιλούν με κανένα.»
Ακόμη  έλεγε  και  τούτο: Αν  ήταν ανάγκη  να  πουλήσει  το  εργόχειρό  του  ο  ίδιος,  για  να  μην επακολουθήσει από τη συζήτηση κανένα ψεύδος, ή όρκος, ή περιττολογία, ή καμμιά άλλη αμαρτία, υποκρινόταν οτι είναι μωρός. Και ο καθένας που ήθελε να αγοράσει, έπαιρνε απ’ αυτόν και του έδινε ό,τι ήθελε. Ως εργόχειρο είχε το πλέξιμο μικρών καλαθιών. Δεχόταν ευχαρίστως ό,τι του έδιναν, χωρίς διόλου να μιλάει, ο πραγματικά φιλόσοφος αυτός άνθρωπος.

Ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ Θεός


Ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν σύλληψή του μέσα στὴν κοιλία τῆς μητέρας του. Καὶ πότε ἀρχίζει ὁ παράδεισος καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου; Ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ γιὰ τὸ θεϊκὸ ἀγαθὸ ἤ γιὰ τὸ δαιμονικὸ κακό, γιὰ τὸν Θεὸ ἤ γιὰ τὸν διάβολο. Καὶ ὁ παράδεισος μὰ καὶ ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζουν ἐδῶ ἀπὸ τὴν γῆ γιὰ νὰ συνεχιστοῦν αἰώνια στὴν ἄλλη ζωή.
Τὶ εἶναι ὁ παράδεισος; Εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἄμα ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἐντός του τὸν Θεό, εἶναι ἤδη στὸν παράδεισο, γιατὶ ὅπου εἶναι ὁ Θεὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ καὶ ὁ παράδεισος.
Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Θεὸς Λόγος κατέβηκε στὴν γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ παράδεισος ἔγινε ἡ ἀμεσότερη πραγματικότητα γιὰ τὴν γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἐπειδή, ὅπου εἶναι ὁ Χριστὸς ἐκεῖ καὶ ὁ παράδεισος.
Κάθε πρᾶγμα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἕνα κάδρο στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει κορνιζώσει καὶ ἀπὸ μία σκέψη του. Ὅλα τὰ πράγματα μαζί, συναποτελοῦν τὸ πολύχρωμο μωσαϊκὸ τῶν σκέψεων τοῦ Θεοῦ.
Βαδίζοντας ἀπὸ πρᾶγμα σὲ πρᾶγμα, διαβαίνουμε ἀπὸ τὴν μιὰ σκέψη τοῦ Θεοῦ στὴν ἄλλη, ἀπὸ τὴν μιὰ ἁγιογραφία τοῦ Θεοῦ στὴν ἑπόμενη.
Βαδίζοντας ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο, προχωροῦμε ἀπὸ τὴν μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὴν ἄλλη. Ἐνῶ ὁ Θεὸς στὰ πράγματα ἔχει κορνιζώσει τὶς σκέψεις Του, στὸν ἄνθρωπο κορνίζωσε τὴν μορφή του, τὴν δική του εἰκόνα.
«Ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα» (Ἐκκλ. 1, 18). Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο βάσανο ἀπὸ τὴν σκέψη τὴν ἴδια. Δὲν εἶναι κόλαση μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν σκέψη ἡ ὁποία εἶναι πλήρως ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Πλάστη καὶ Θεὸ κάθε σκέψης, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεὸ Λόγο. Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη χωρὶς τὸν Κύριο καὶ Χριστὸ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει μήτε τὸν ἑαυτό της μήτε καὶ τὸν κόσμο γύρω της.
Σοφία εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς μὲ εὐαγγελικὴ «εὐταξία», μὲ εὐαγγελικὴ «ἀκρίβεια». Ἀφροσύνη πάλι εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κάποιος διασκεδάζοντας ἀτάκτως, ἀναλώνοντας τὴν ψυχή του σὲ ἁμαρτίες καὶ πάθη.
Σοφὸς ἐκεῖνος ποὺ χτίζει τὸ οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς του στὴν τήρηση τῶν ἱερῶν έντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἄφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πράττει τὸ ἀντίθετο.
Γιατὶ ὅλα ὅσα οἰκοδομοῦνται ἐπάνω στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἀντέχουν σὲ ὅλες τὶς καταιγίδες καὶ φουρτοῦνες καὶ στὰ δεινὰ τῶν πειρασμῶν, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου.
Ὅ,τι πάλι οἰκοδομεῖται δίχως Χριστὸ καὶ ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνάντια στὸν Χριστό, εὔκολα καταρρέει καὶ συντρίβεται μόλις φανοῦν οἱ φουρτοῦνες τῶν πειρασμῶν, τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν, μὰ κυρίως ὅταν φανοῦν ὁ ἄνεμος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ δαιμονισμοῦ.
Γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς, τοὺς φωτισμένους καὶ διαφωτισμένους ἐν Χριστῷ, τὰ πάντα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο ἔχουν νόημα καὶ ἀξία ἐφόσον ἀποτελοῦν μέσον καὶ ὁδὸ πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Ἐπειδὴ ἐμεῖς, βλέπουμε ἐκεῖνο ποὺ δὲν φαίνεται καὶ ἀτενίζουμε τὸ ἀόρατο. Ρυθμίζουμε ὅλη μας τὴν ζωὴ μέσα στὸν χρόνο μὲ βάση ἐκεῖνο ποὺ εἶναι αἰώνιο, τὸ ἀνθρώπινο μὲ βάση τὸ Θεανθρώπινο. Ὅσο ὑπάρχει κάτι τὸ αἰώνιο μέσα στὰ ὅρια τοῦ χρονικοῦ, συντηρούμαστε μὲ αὐτό. Ὅταν ὅμως αὐτὸ ἐκλείπει, τὸ ἀναζητοῦμε πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο, στὸ βασίλειο τοῦ ἀτελεύτητου καὶ ἀοράτου. Ἀτενίζουμε τὰ πάντα ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς αἰωνιότητας, δηλ. ὑπὸ τὸ πρῖσμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ αἰώνιος Θεὸς καὶ Κύριος.
Ὁ ἀγώνας μας εἶναι ἐνάντια στοὺς ἐχθροὺς τῆς αἰωνιότητας καὶ τῆς ἀθανασίας μας. Αὐτοὶ εἶναι: οἱ ἁμαρτίες μας, τὰ πάθη μας, οἱ πόθοι μας, τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας (Ἐφ. 6, 12). Κάθε ἁμαρτία κλέβει καὶ λίγη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητὰ μας καὶ ἀπονεκρώνει τὴν ἀθανασία μας. Ἄς μὴ γελιόμαστε: ἡ φιλία μὲ την ἁμαρτία εἶναι ἔχθρα μὲ τὸν Θεό, ἔχθρα μὲ τὸν Κύριο καὶ Χριστό.
Δίχως τὴν πίστη στὸν Κύριο καὶ Χριστό, δίχως τὴν ἀναγέννηση ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ, δίχως τὴν ζωὴ ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι καὶ παραμένει ἐργαστήριο δαιμόνων.
Ἰουστίνος Πόποβιτς

Ο δρόμος της ευτυχίαςΔιδαχές Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως

Ο δρόμος της ευτυχίας


Τίποτα δὲν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά, γιατί μία τέτοια καρδιὰ γίνεται θρόνος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί εἶναι ἐνδοξότερο ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς τίποτα. Λέει ὁ Θεὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά: «Θὰ κατοικήσω ἀνάμεσά τους καὶ θὰ πορεύομαι μαζί τους. Θὰ εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου». (Β’ Κόρ. 6, 16).
Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι εὐτυχέστεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀπὸ ποιὸ ἀγαθὸ μπορεῖ νὰ μείνουν στερημένοι; Δὲν βρίσκονται ὅλα τ’ ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς μακάριες ψυχές τους; Τί περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ ἀλήθεια, τίποτα! Γιατί ἔχουν στὴν καρδιά τους τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό: τὸν ἴδιο τὸ Θεό!
Πόσο πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦν τὴν εὐτυχία μακριὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, στὶς ξένες χῶρες καὶ στὰ ταξίδια, στὸν πλοῦτο καὶ στὴ δόξα, στὶς μεγάλες περιουσίες καὶ στὶς ἀπολαύσεις, στὶς ἡδονὲς καὶ σ’ ὅλες τὶς χλιδὲς καὶ ματαιότητες, ποὺ κατάληξή τους ἔχουν τὴν πίκρα! Ἡ ἀνέγερση τοῦ πύργου τῆς εὐτυχίας ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιάζει μὲ οἰκοδόμηση κτιρίου σὲ ἔδαφος ποὺ σαλεύεται ἀπὸ συνεχεῖς σεισμούς. Σύντομα ἕνα τέτοιο οἰκοδόμημα θὰ σωριαστεῖ στὴ γῆ...
Ἀδελφοί μου! Ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό, καὶ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ κατάλαβε αὐτό. Ἐξετᾶστε τὴν καρδιά σας καὶ δεῖτε τὴν πνευματική της κατάσταση. Μήπως ἔχασε τὴν παρρησία της πρὸς τὸ Θεό; Μήπως ἡ συνείδηση διαμαρτύρεται γιὰ παράβαση τῶν ἐντολῶν Του; Μήπως σᾶς κατηγορεῖ γιὰ ἀδικίες, γιὰ ψέματα, γιὰ παραμέληση τῶν καθηκόντων πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον; Ἐρευνῆστε μήπως κακίες καὶ πάθη γέμισαν τὴν καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αὐτὴ σὲ δρόμους στραβοὺς καὶ δύσβατους...
Δυστυχῶς, ἐκεῖνος ποὺ παραμέλησε τὴν καρδιά του, στερήθηκε ὅλα τ’ ἀγαθὰ κι ἔπεσε σὲ πλῆθος κακῶν. Ἔδιωξε τὴ χαρὰ καὶ γέμισε μὲ πίκρα, θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἔδιωξε τὴν εἰρήνη καὶ ἀπόκτησε ἄγχος, ταραχὴ καὶ τρόμο. Ἔδιωξε τὴν ἀγάπη καὶ δέχτηκε τὸ μίσος. Ἔδιωξε, τέλος, ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δέχτηκε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ οἰκειώθηκε ὅλες τὶς κακίες ἐκεῖνες, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.
Ἀδελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας καὶ σ’ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Γί’ αὐτὸ ἵδρυσε τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ μᾶς ἁγιάζει, νὰ μᾶς συμφιλιώνει μαζί Του, νὰ μᾶς χαρίζει τὶς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαριά τη συνείδηση. Ἂς τρέξουμε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο μας, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα...
Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ - ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΗ!


- Γέροντα, ο Αββάς Ποιμήν λέει: «Μάθε τι θέλει ο αδελφός και ανάπαυσέ τον». Τί θέλει να πη ακριβώς;
- Εννοεί να μάθης τι ανάγκη έχει ο αδελφός σου, ο πλησίον σου, και ανάλογα να τον αναπαύσης, με την καλή έννοια. Γιατί και η αγάπη χρειάζεται διάκριση. Αν κάποιος λ.χ. είναι γαστρίμαργος, δεν πρέπει να του δίνης συνέχεια νόστιμα φαγητά, γιατί αυτό θα τον βλάψη. Θα κάνεις νόστιμο φαγητό για έναν που έχει ανορεξία, για να μπορέση να το φάη. Ή, αν κάποιος έχη ζάχαρο και του δίνης γλυκά, αγάπη είναι αυτή;
- Γέροντα, πως γίνεται να αγαπάη κανείς το ίδιο όλους τους ανθρώπους και να τους αγαπάη με διάκριση;
- Αγαπάει όλους το ίδιο, αλλά δεν εκδηλώνει την αγάπη του σε όλους το ίδιο. Άλλον τον αγαπάει από μακριά, γιατί χρειάζεται να τον κρατήση σε απόσταση, άλλον από κοντά, ανάλογα με το τι ωφελεί τον καθένα. Σε έναν δεν πρέπει καθόλου να μιλήση, σε άλλον πρέπει να πη δυο λόγια, σε άλλον λίγα παραπάνω.
- Μπορεί , Γέροντα, η εκδήλωση της αγάπης μου να βλάψη τον άλλον;
- Αν ο άλλος έχη φιλότιμο και εσύ του δείξης πολλή αγάπη, τότε αλλοιώνεται με την καλή έννοια και προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε ευχαριστήσει, να μη σε λυπήση. Ο αναιδής όμως, αν του δείξης πολλή αγάπη, γίνεται ακόμα πιο αναιδής, γιατί η πολλή αγάπη τους μεν φιλότιμους τους κάνει πιο φιλότιμους, τους δε αναιδείς, τους κάνει πιο αναιδείς. Οπότε, όταν δης πως δεν βοηθάς με την αγάπη σου, την λιγοστεύεις με διάκριση∙ αλλά και αυτό από αγάπη το κάνεις.
- Γέροντα, υπάρχει περίπτωση να κάνω μία θυσία με καθαρά ελατήρια και να φθάσω στην αγανάκτηση;
- Ναι, γι’ αυτό η θυσία πρέπει να γίνεται με διάκριση. Να προσέχεις να μην ξεπερνάς την αντοχή σου, γιατί και οι σωματικές δυνάμεις έχουν όριο. Όταν ξεπεράσης την σωματική αντοχή σου, τότε, αν κάποιος σου πη: «τίποτε δεν έκανες απ’ το πρωί», μπορεί να πης μέσα σου :«Βρε τον αχάριστο! Εγώ απ’ το πρωί σκοτώθηκα στην δουλειά, κι αυτός λέει ότι δεν έκανα τίποτε!». Έτσι πάνε όλα χαμένα.
- Αν, Γέροντα, προς στιγμήν μέσα μου αγανακτήσω, αλλά αμέσως σκεφθώ ότι συνέβη αυτό , γιατί τα ελατήριά μου δεν ήταν καθαρά, τότε πάλι τα χάνω όλα;
- Σ’ αυτήν την περίπτωση σου δίνει μια σπρωξιά το ταγκαλάκι κι εσύ του δίνεις μια σφαλιάρα. Οπότε τρώει το ταγκαλάκι την σφαλιάρα και φεύγει.
Από το βιβλίο: "Πάθη και Αρετές"- ΠΗΓΗ

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Η ακηδία αχρηστεύει τον άνθρωπο


- Γέροντα, τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην ακηδία και την αθυμία;
- Ακηδία είναι η πνευματική τεμπελιά, ενώ η ραθυμία αναφέρεται και στην ψυχή και στο σώμα. Καλύτερα όμως να λείψουν και τα δύο. Η ακηδία και η ραθυμία μερικές φορές κολλούν και σε ψυχές που έχουν πολλές προϋποθέσεις για πνευματική ζωή, που έχουν ευαισθησία, φιλότιμο.
Σε έναν αδιάφορο ο πειρασμός δεν κάνει τόσο κακό. Ένας ευαίσθητος όμως άνθρωπος ,αν στενοχωρηθή, νιώθει μετά ακηδία. Πρέπει να βρη τί τον στενοχώρησε και να το αντιμετωπίση πνευματικά, για να ξαναβρή το κουράγιο και να πάρη μπρος η μηχανή του. Να προσέχη να μην αφήνη αθεράπευτες πληγές , γιατί μετά κάμπτεται από τα τραύματά του. Το ψυχικό τσάκισμα, το οποίο στην συνέχεια φέρνει και το σωματικό, τον αχρηστεύει. Ο γιατρός δεν βρίσκει τίποτε, γιατί την βλάβη την έχει προκαλέσει ο πειρασμός. Πόσες ψυχές που έχουν φιλότιμο ,ευαισθησία, τις βλέπω αχρηστευμένες!
- Γέροντα, αισθάνομαι εξάντληση και δεν μπορώ να κάνω καθόλου πνευματικά1. Αυτό προέρχεται από κούραση ή μήπως είναι από ραθυμία;
- «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή»2, δεν λέει; Δεν είναι κούραση σωματική˙ ψυχικό τσάκισμα είναι. Αυτό είναι χειρότερο από την σωματική κούραση. Με το ψυχικό τσάκισμα ξεβιδώνεται κανείς και γίνεται σαν ένα όχημα που όλα τα εξαρτήματά του είναι καλά, αλλά η μηχανή του είναι διαλυμένη.
- Γέροντα, βλέπω ότι, ενώ πρώτα αγαπούσα τα πνευματικά, τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε.
- Γιατί δεν μπορείς να κάνης τίποτε; Δεν έχεις δυνάμεις; Εγώ βλέπω ότι έχεις. Δεν θυμάσαι παλιά, όταν χτιζόταν το μοναστήρι και δούλευες όλη μέρα στο γιαπί , πόσα πνευματικά έκανες;
- Μήπως, Γέροντα, φταίει που έδωσα όλον τον εαυτό μου στις δουλειές;
- Πιο πολύ φταίει που άφησες τον εαυτό σου χαλαρό . Κοίταξε να τον σκληραγωγήσης ˙ να αγαπήσης την άσκηση. Εγώ , που έχω μισό πνεύμονα, ξέρεις πόσες μετάνοιες κάνω; Δεν μπορώ να σου πω. Μόνο για τα κομποσχοίνια , που κάνω με μικρές μετάνοιες, σου λέω ότι, όταν κουράζεται το ένα χέρι, κάνω τον σταυρό μου με το άλλο. Αυτά σου τα λέω από αγάπη. Άλλοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις που έχεις εσύ, και ξέρεις πώς αγωνίζονται, πώς παλεύουν; Εσύ για λοκατζής κάνεις! Πώς άφησες έτσι τον εαυτό σου; Εγώ θα προσεύχωμαι για σένα, αλλά, για να βοηθηθής, πρέπει κι εσύ να κάνης μια προσπάθεια. Κατάλαβες; Στα πνευματικά πρέπει να δώσης όλον τον εαυτό σου, και τότε θα αποδώσης και στην διακονία σου.
- Γέροντα, μερικές φορές , όταν είμαι στο κελλί, με πιάνει ακηδία.
- Στο κελλί σου δεν προσεύχεσαι , δεν μελετάς. Όσο μπορείς, να μην αφήνης να περνάη ο χρόνος χωρίς να κάνης τίποτε. Δεν μπορείς να προσευχηθής; Ας μελετήσης κάτι που σε βοηθάει εκείνη την ώρα. Διαφορετικά ο διάβολος μπορεί να εκμεταλλευθή την άσχημη κατάστασή σου και να σε εξουθενώση.


1. «Πνευματικά» είναι: ευχή με το κομποσχοίνι, μετάνοιες, πνευματική μελέτη κ.λπ. που κάνει ο μοναχός εκτός της διατεταγμένης Ακολουθίας και του μοναχικού κανόνος. Αυτά γίνονται και από λαϊκούς που αγωνίζονται στον κόσμο.
2. Τρίτον Μεγαλυνάριον της Μικράς και της Μεγάλης Παρακλήσεως εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.


Από το βιβλίο: « ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ
ζ΄
ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ιωάννης ο Θεολόγος και Κύνωψ ο μάγος

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ονομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ’ έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ’ αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακέλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου , επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την Λατρεία των θεών.

Ο Κύμωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάει στη χώρα. Αφ’ ενός μεν διό τι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ’ έτέρου δε επειδή αυτοί που βρισκόταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ’ αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι’ αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλει ένα πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώσει σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήταν ο Ιωάννης.


Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:
- Σου παραγγέλνω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγέις από τον τόπο που στέκεσαι εώς ότου μου φανερώσεις για ποια αιτία ήλθες σε μένα.

Και αμέσως με το λόγο του αποστόλου στάθηκε το δαιμόνιο δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από τη θεία δύναμι:
Οι ιερέις του Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά εναντίων σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στη χώρα και να σε θανατώσει. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχτηκε λέγοντας. Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα για έναν άνθρωπο μικρό και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω έναν άγγελον πονηρόν για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου και να τη φέρει σε μένα και να την παραδόσω σε κρίσιν .

Και ο Ιωάννης του είπε: -Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρεις ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ’ αυτόν;
- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπο, αλλά ψυχή ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο δαίμονας.
-Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; ρώτησε ο Ιωάννης.

-Όλη η δύμαμη του σατανά κατοικεί μέσα σ’ αυτόν. Και έχει συμφωνία αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους δαίμονες, εμείς δε οι δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.

-Άκουσε πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσεις άνθρωπο, ούτε να γυρίσεις στον τόπο σου. Αλλά να φύγεις έξω από αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και κει.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακριά από το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψες σ’αυτόν το πρώτο δαιμόνιο έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια έστειλε ακόμη και άλλα δύο δαιμόνια από τα αρχοντικά , για να μπει το ένα στο σπίτι που έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθεί έξω και να ιδή αυτά που γίνοται και να γυρίσει να τα φανερώσει στο Κύνωνα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα δαιμόνιο και διόχθηκε από το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Οργίστηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των δαιμόνων και πήγε στο χώρα. Ηχολόγησε όλη ο χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαό, και κυριεύθηκε από θυμό πολύ και είπε στο λαό.

-Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύσει και σας και εμένα. Αν μπορεί να κάνει εκείνο που θα πω σ’ αυτόν τότε και εγώ θα πιστεύω σε όλα όσα λέγει

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήταν εκεί του λέγει:
-Νέε, ζεί ο πατέρας σου;
-Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.
Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:
-Να , δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσεις από το βυθό της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ’ όλους μας ζωντνό και υγιή.

Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, , αλλά για να διδάσκω τους πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς τον λαό.
-Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννη , άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίστηκε από τα μάτια όλα των ανθρώπων. Αμέσως όμως φώναξαν δυνατά και είπαν : «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζει στο πρόσωπο οου πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν. Έπειτα λέγει προς τον νέον:

-Αυτός είναι ο πατέρας σου;

-Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δείτε μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε να τιμωρηθεί όπως του αξίζει».
Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπο του είπε:
-Έχεις υιόν;

-Ναι , κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.

-Θα αναστηθεί ι υιός σου, του είπε ο Κύνοψ.

Και αμέσως κάλεσε με το όνομά και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάστηκαν μπροστά . είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

-Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;


-Ναι , Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπο.

Τότε καυχόμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

-Τι θαυμάζεις , Ιωάννη;

-Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι’ αυτό.

-Όταν δείς μεγαλύτερα θαύματα απ’αυτά τότε θα θαυμάσεις είπε πάλι ο Κύνωψ.

-Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλύθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λίγο ο όχλος αμέσως όρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγο έλειψε να τον αφήσει νεκρό. Επειδή όμως νόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαό. Αφήστε τον άταφο για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπό όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης , έφυγαν απ’ εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.

Ύστερα απ’ αυτά , όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζει και διδάσκει τον λαό σ’ ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

-Εγω επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι’ αυτό ως τώρα σε άφησα να ζείς. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δεί την δύναμί μου και θα ντροπιαστείς. Τον ακολούθησαν όμως και οι τρεις δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.

Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότο, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθό της θάλασσα. Οι όχλοι πάλι φώναζαν : «Είσαι μεγάλος Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως εσύ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους δαίμονες , που στεκόταν μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων , να μην κινηθούν απ’ την θέση τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανεί πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.


Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό όμως της Θάλασσα στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγεί από την θάλασσα. Οι Δαίμονες όμως που ήταν μέτο σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ’ τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακριά από την Πάτμο και έγινα άφαντοι.

Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγεί ο Κύνωψ απ’ την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ήλιου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ώστε και τρία παιδία πέθαναν. Εξ αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε , τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ’ αυτούς πολλά για την πίστη, τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίστηκε πια στη θάλασσα , όπως παλιά ο Φαραώ.

Από το βιβλιαράκι : Άγιος ο Ιωάννης ο Θεολόγος
Έκδοσις Ορθοδοξου Ιδρύματος ο Απόστολος Βαρνάβας».

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ διά τις αντιχριστιανικές θέσεις του κ. Ν. Δήμου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833 (19), Fax +30 210 4518476 e-mail: impireos@hotmail.com
200px-Nikos_Dimou.jpg
Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ διά τις αντιχριστιανικές θέσεις του κ. Ν. Δήμου
Πειραιεύς, 15 Ἀπριλίου 2014
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ἡ ἀναφορά τοῦ κ. Ν. Δήμου στό «δῆθεν» Ἅγιο Φῶς πού τό ἐξομοιώνει μέ εἰδωλολατρικό σύμβολο θέτει ἀναπόδραστα γιά ἐκεῖνον καί τούς ἀναγνῶστες του κάποια πολύ σημαντικά ἐρωτήματα:
1. Ἐνῶ ὁ ἀξιότιμος κ. Δήμου δηλώνει στό ἄρθρο του ἄνθρωπος «ἐλεύθερος ἀνοικτός καί ἀδογμάτιστος» ὑπηρετεῖ μέ τήν δημοσιοποιηθεῖσα θέση του τόν πιό σκληρό δογματισμό τοῦ οἰηματία καί παντογνώστη γιατί ὅπως προκύπτει ἀπό τό κείμενό του οὐδέποτε παρηκολούθησε τήν τελετή τοῦ Ἁγίου Φωτός καί συνεπῶς δέν ἔχει μήτε ἰδίαν ἀντίληψι μήτε ἰδίαν γνῶσι καί ἑπομένως ἀποφθέγγεται ὑβρίζων «ὁρμώμενος ἐξ ἐμπαθοῦς καί μόνον προαιρέσεως» καί βυθιοτάτου δογματισμοῦ Αὐτό δέν ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ κειμένου σας κ. Δήμου;
2. Εἶναι πασίδηλο γεγονός πού δέν χρειάζεται ἀπόδειξη ὁ σαφής καί διαχρονικός ἀντιχριστιανισμός τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί εἶναι ἐπίσης «δεδομένο» ὅτι ὁ πανίερος Ναός τῆς Ἀναστάσεως ἐντός τοῦ ὁποίου ἐπί αἰῶνες τελεσιουργεῖται τό μεγαλειῶδες θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτός εὑρίσκεται ἐντός τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ, τό ὁποῖο θά εἶχε κάθε λόγο νά «ἀποκαλύψει» τήν ἀπάτη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἀσφαλῶς νά καταδείξει τοιουτοτρόπως τήν «ἀλήθεια» τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἡ τελετή ἁφῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός γίνεται ἐπί παρουσία τῶν δημοσίων ὀργάνων τοῦ Κράτους τοῦ Ἰσραήλ καί μετά ἐνδελεχῆ ἔλεγχο γιά τήν δυνατότητα ὑπάρξεως φυσικοῦ τρόπου ἁφῆς. Γιά ποιό λοιπόν λόγο τό σαφῶς ἀρνητικό στό Χριστιανισμό Ἰσραήλ ἀνέχεται μιά ἀπάτη πού εὐτελίζει καί ἀποδεικνύει ἀνυπόστατη τή δική του πίστη;
3.  Τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο πού μόνο αὐτό ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὐλογεῖται ἀπό τόν Πανάγιο Θεό διά τήν θαυματουργικῆς ἁφῆς τοῦ ἀκτίστου Ἁγίου Φωτός «συγκατοικεῖ» στήν Ἁγία Γῆ μετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν δογμάτων καί ὁμολογιῶν, τά ὁποῖα ἔχουν κάθε προφανῆ λόγο νά ἐλέγχουν ἐπισταμένως ὅπως προβλέπεται τήν γνησιότητα τοῦ γεγονότος καί γιά λόγους δικῆς τους αὐτοσυνειδησίας. Γιά ποιούς λόγους λοιπόν τά ἄλλα Χριστιανικά δόγματα ἀνέχονται μία πρόδηλη «ἀπάτη» πού ἐμποιεῖ τιμή καί δόξα στό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί ἀναδεικνύει θεόθεν τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τήν στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ μέν Ρωμαιοκαθολικοί ἀτέχνως ἀποπειρῶνται διαχρονικά νά καλύψουν τήν ἔλλειψη τῆς θείας χάριτος ἀπό τήν παρασυναγωγή τους ἀνάβοντας τεχνητή φωτιά ἀπό θειάφι στόν λίθο τῆς ἀποκαθηλώσεως, οἱ δέ Ἀντιχαλκηδόνιοι, Ἀρμένιοι καί λοιποί προσέρχονται καί ἀσπάζονται τήν χεῖρα τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριάρχου καί λαμβάνουν ἀπό ἐκεῖνον τό Ἅγιο Φῶς;
4. Πῶς ἑρμηνεύεται τό ἱστορικῶς πλήρως ἐξακριβωμένο γεγονός γιά τήν θαυματουργική κάθοδο τοῦ Ἁγίου Φωτός πού συναντᾶμε τό Πάσχα του 1634 ὁπότε θέλησαν οἱ Ἀρμένιοι δωροδοκώντας τούς Τούρκους κατακτητές νά ἐμποδίσουν τούς Ἑλληνορθοδόξους νά διεξάγουν τήν τελετή ἁφῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός καί νά τήν τελέσουν ἐκεῖνοι. Μέ δωροδοκία τῶν διοικητῶν τῆς Παλαιστίνης καί τοῦ σατράπη τῆς Δαμασκοῦ Κουτζούκ Ἀχμέτ πασᾶ κατόρθωσαν νά ἀπαγορευθεῖ στούς Ἑλληνορθοδόξους ἡ εἴσοδος στόν Πανάγιο Τάφο καί τότε τό Ἅγιο Φῶς ὡς κεραυνός ἐξῆλθε ἐκ τοῦ ἀριστεροῦ πεσοῦ τῆς Κεντρικῆς Θύρας τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως χαράσσοντας ἀνεξίτηλα τόν μαρμάρινο πεσό ἐνώπιον τοῦ ἐκδιωχθέντος Ἑλληνορθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων σημεῖο πού ἐμφαίνεται καί σήμερα;
5. Εἶναι γνωστή ἡ ἐμπάθεια τῶν αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν Ἀρμενίων κατά τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου καί τά συνεχῆ βίαια ἐπεισόδια τῶν Κληρικῶν τους. Γιά ποιό λόγο οἱ συγκεκριμένοι δέν ἐπαναλαμβάνουν τό τόλμημα τοῦ 1634; Γιά ποιό λόγο ἑκόντες ἄκοντες σύρονται ἐνώπιον τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριάρχου, ἐνῶ ἐάν ἐπρόκειτο περί ἀπάτης θά ἦτο εὐχερέστατο καί οἱ ἴδιοι νά τήν ἐπαναλάβουν;
6. Εἶναι πανθομολογούμενο τό γεγονός ὅτι μία ἀπό τίς ἰδιότητες τοῦ Ἁγίου Φωτός πού μέ ἀστραπές κατέρχεται στόν Πανάγιο Τάφο καί ἀνάπτει αἰφνιδίως καί μυστηριωδῶς καντήλια καί λαμπάδες πού κρατοῦν οἱ πιστοί σέ ὅλο τό εὗρος τοῦ Πανιέρου Ναοῦ εἶναι ἡ ἰδιότης τῆς ἀκαΐας γιά τά πρῶτα λεπτά τῆς ἐμφανίσεώς Του, πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό τό πασίδηλο καί αὐταπόδεικτο γεγονός ἐάν πρόκειται κατά τόν κ. Δήμου γιά εἰλωλολατρικό σύμβολο;
Στά παραπάνω ἐρωτήματα θά πρέπει νά ἀπαντήσει ὁ ἀξιότιμος κ. Δήμου ἄν σέβεται τόν ἑαυτό του καί τούς ἀναγνῶστες του, ἄλλως ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν λόγων του καί δογματικός καί ἐμπαθής καί ὑλοποιεῖ στό χῶρο καί τόν χρόνο τό ἀξίωμα τοῦ Μ. Βασιλείου «Ἄνθρωπος, ἀποστάς τοῦ Θεοῦ, θηριώδης ἤ δαιμονιώδης γίνεται!» Καί ἐπειδή ὁ ἀξιότιμος κ. Δήμου καί ἡλικιακῶς καί σωματικῶς δέν κέκτηται τά στοιχεῖα τοῦ θηριώδους μᾶλλον θά ἰσχύει τό δεύτερο.
Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ 
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Ανθρώπινα δικαιώματα και χριστιανική σκέψη

Ανθρώπινα δικαιώματα και χριστιανική σκέψη

6 Μαΐου 2014
H εργασία του κ. Χρυσόστομου Χατζηλάμπρου για τη διαλεκτική μεταξύ Απεργίας Πείνας και Νηστείας (προηγούμενο άρθρο: www.pemptousia.gr/?p=67526), προχωρά με τη θεώρηση της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από χριστιανικές αφετηρίες.
Η έμφαση που δίνει η ορθόδοξη Θεολογία στη δημιουργία του ανθρώπου ως εικόνα της Εικόνας του Θεού, έχει άμεση σχέση με την ορθόδοξη κατανόηση της έννοιας του δικαιώματος. Ο άνθρωπος, ως θείο δημιούργημα (Ματ. 19, 14` Πραξ. 17, 28) έχει πλαστεί με δυνατότητα να μοιάσει το Δημιουργό του και να μετέχει χαριστικά στον τρόπο ύπαρξης Του. Κινείται σε μια ελεύθερη αγαπητική κοινωνική σχέση με τα άλλα πρόσωπα, χωρίς να είναι απαραίτητα τα νομικά όρια της σχέσης, οι κοινωνικές συμβάσεις, οι περιορισμοί και οι οριοθετήσεις. Παράμετροι που τίθενται για να περιορίζουν την δυνατότητα καταπάτηση του δικαιώματος.
Πηγή:http://maidantranslations.com/
Πηγή:http://maidantranslations.com/
Για το Χριστιανισμό, ο Θεός δε θεωρείται μόνο δημιουργός, αλλά και πατέρας όλων των ανθρώπων και συνεπώς όλοι οι άνθρωποι γίνονται αδέλφια μεταξύ τους. Ολόκληρη η ανθρωπότητα αποτελεί μια μεγάλη αδιάτμητη ενότητα με βασικό κέντρο ύπαρξης τον προσωπικό Τριαδικό Θεό[182]. Έτσι, ο άνθρωπος καλείται να περάσει από την απλή βιολογική συνύπαρξη με το διαφορετικό στην ουσιαστική κοινωνία προσώπων και στην αποδοχή της ετερότητας και διαφορετικότητας. Να ζήσει αρμονικά με ολόκληρη την κτίση, σε μια κοινωνία αγάπης κατά το πρότυπο του Δημιουργού του, έτσι ώστε να μην αποτελεί αναγκαιότητα η κατοχύρωση του ατομικού δικαιώματος, αλλά απόρροια ελευθερίας και ανιδιοτελούς αγάπης κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδας.
Το κυριότερο πρόβλημα των ημερών μας, σχετικά με την αποδοχή και το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, συνίσταται στην έξαρση του εθνικισμού και στην εντυπωσιακή ικανότητα των διάφορων κυβερνήσεων και κυβερνητικών συνασπισμών ανά τον κόσμο, να προασπίζονται και να προσπαθούν να ρυθμίσουν με κάθε μέσο καταστολής και απίστευτης βίας τα κοινά τους πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα σε βάρος της ελευθερίας και αξιοπρέπειας του ανθρώπου[183]. Τα ανθρώπινα δικαιώματα θεμελιώνονται στην πεποίθηση ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ταυτίζεται με την ελευθερία του ανθρώπου και όχι από την πολιτισμική δημιουργικότητά του. Δεν αντλούν την ταυτότητά τους από τις πολιτισμικές παραδόσεις, αλλά από τον πολιτισμό ολόκληρης της ανθρωπότητας[184].
Η ένταξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο διεθνές δίκαιο οδηγεί στην υπέρβαση του κράτους ως σχεδόν αποκλειστικού φορέα του δικαίου[185], αν και η «εμπορευματοποίηση της πολιτικής»[186] και η διαπλοκή οικονομικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων δεν εμποδίζουν την καταπάτησή τους. Για την ορθόδοξη Θεολογία, η αναζήτηση και η θεμελίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν τοποθετούνται στο φυσικό δίκαιο[187], ούτε στην ορθή λειτουργία της κοινωνίας, αλλά σε μια άλλη κεντρική βάση, την οντολογική ύπαρξη του προσώπου, σε μια αγιαστική κοινωνία των προσώπων με κριτήρια την ελευθερία και την ανιδιοτελή αγάπη στον συνάνθρωπο πέρα από τον ατομοκεντρισμό και την ιδιοτέλεια. Αν και δεν αρνείται το φυσικό δίκαιο, όπως κάνει ο Προτεσταντισμός, ούτε τους κοινωνικούς θεσμούς, που απορρέουν από αυτό, δεν το απολυτοποιεί όμως, όπως η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, αλλά το τοποθετεί κάτω από την «εν Χριστώ» ανακαίνιση του κόσμου[188].
Τα δικαιώματα του ανθρώπου δεν αναφέρονται σε αφηρημένες αρχές και τυπικές διατάξεις, αλλά στον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του. Δεν είναι στατικά διατυπωμένες εκφράσεις, αλλά μια δυναμική πραγματικότητα που εξελίσσεται όσο η αδικία επαναπροσδιορίζεται παγκόσμια. Από το πρώτο, ακόμα, άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου προσδιορίζεται η αξία της ελευθερίας και η ισότητα του προσώπου σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο. Στοιχεία που απορρέουν από τη λογική και τη συνείδηση της ανθρώπινης ύπαρξης και αποτελούν το συνδετικό κρίκο της αδελφοσύνης, της ειρηνικής συνεργασίας και συνύπαρξης.
Αν και η κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει διακηρυχθεί ως η πιο υψηλή επιδίωξη του ανθρώπου[189], καθημερινά και παγκοσμίως παρατηρείται η περιστολή τους, τις περισσότερες φορές κάτω από συνθήκες «νομιμότητας». Η ανθρωπολογική στροφή στους Νεότερους χρόνους και ο τρόπος κατανόησης της αυτόνομης ηθικής οδηγούν στον ηθικό ανθρωπισμό και στον άκρατο ατομισμό. Ο άνθρωπος γίνεται ο «απόλυτος κυρίαρχος της πραγματικότητας και υποτάσσει τα πάντα στην χρησιμοθηρική – ανθρωποκεντρική στοχοθεσία του»[190] . Οι θεσμοί και οι κοινωνικές δομές, η οργάνωση της ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής διαμορφώνονται με βάση την ελεύθερη βούλησή του. Στα πλαίσια μιας τέτοιου είδους προσωπικής ελευθερίας, κάθε άτομο διαμορφώνει την δική του ατομική – προσωπική ηθική. Αυτή τίθεται πάνω από κάθε άλλο πρόσωπο και οποιασδήποτε άλλης ηθικής και γίνεται αιτία παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα δικαιώματα του ανθρώπου βρίσκεται στην υπερτροφία τους. Κάθε προσωπική διεκδίκηση και ατομική επιδίωξη καθίσταται ατομικό δικαίωμα και καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξή της. Η Ορθοδοξία θεωρείται αντι-ατομικιστική[191]. Η ορθόδοξη κριτική της ιδέας των δικαιωμάτων του ανθρώπου επικεντρώνεται στο θέμα του υποκειμενισμού. Η ατομική σωτηρία θεωρείται αδύνατη χωρίς τη σωτηρία του άλλου και η ελευθερία του προσώπου δεν μπορεί να μην είναι κοινοτική και κοινωνική. Για την ορθόδοξη Θεολογία, το πρόβλημα της παραβίασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου τοποθετείται στην έλλειψη πνευματικής διάστασης της σύγχρονης κοινωνίας.
Αναμφίβολα, η σωτηρία του προσώπου περνά μέσα από τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές δομές του κόσμου, γι’ αυτό η Εκκλησία δεν μπορεί να χωρίζεται από τον κόσμο ούτε να ταυτίζει τη σωτηρία του ανθρώπου με μια αόριστη μεταθανάτια κατάσταση. Ανθρωπολογικό πρότυπό της είναι ο ίδιος ο Χριστός[192]. Το κοσμοσωτήριο έργο Του επιτυγχάνει την επανένωση του ανθρώπου με το Θεό και την ανακαίνιση του προσώπου, ελεύθερα και χαριστικά. Εδώ, η ελευθερία δε νοείται ατομικά, αλλά αγαπητικά, ως κοινωνία προσώπων, «όπως εκφράζεται στην υποστατική ένωση της Αγίας Τριάδος, με μια οριζόντια κοινοτική διάσταση θεμελιωμένη στη Θεία Ευχαριστία»[193].
Για την Ορθοδοξία, η ελευθερία και η χαριστική ανιδιοτελής αγάπη αποτελούν τα στοιχεία μιας υγιούς πολιτικής προσπάθειας βελτίωσης του πολιτικού βίου και όχι τόσο η νομική κατοχύρωση του δικαιώματος. Η ανθρώπινη ελευθερία, που αποτελεί δωρεά της θείας χάρης, δεν επιμένει στην διεκδίκηση δικαιωμάτων, αλλά τίθεται σε ένα πλέγμα αγάπης ενταγμένο σε μια ανυπέρβλητη κίνηση προς τον πλησίον. Η αποδοχή της ετερότητας του άλλου σχετικοποιεί το κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα του προσώπου, χωρίς, όμως, να το απορρίπτει. Η επιδίωξη της Εκκλησίας προβάλλει πολύ πιο ριζοσπαστική από την οποιαδήποτε πολιτική και φιλοσοφική επιδίωξη. Δε φροντίζει απλά για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ευημερία των πολιτών, αλλά φροντίδα της είναι να γίνουν οι άνθρωποι αληθινά άνθρωποι[194]. Να ζουν ως πρόσωπα και όχι απλά ως άτομα μιας μάζας. Να αρχίσουν να ζουν την αιωνιότητα[195] και όχι απλά να διαβιούν ειρηνικά με εύθραυστους και ευμετάβλητους νομικούς κανονισμούς.
Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι αντίθετη στην έννοια του δικαιώματος, όταν αυτό δεν έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του τον ατομισμό, την εκκοσμίκευση, την αποπνευματοποίηση του ανθρώπου και της κοινωνίας, καθώς και την προώθηση των οικονομικών αξιών σε ανώτατο επίπεδο[196]. Υπερασπίζεται κάθε δικαίωμα του προσώπου, όταν αυτό βασίζεται στην καταδίκη της βαρβαρότητας, στην επιδίωξη της ομόνοιας, της αγάπης, της αποδοχής της ετερότητας του άλλου, γιατί ικανοποιεί τη σωτηριολογική αποστολή της και οδηγεί τον άνθρωπο στην εκπλήρωση του σκοπού της «κατ’ εικόνα» δημιουργίας του με τον Δημιουργό του.
[182]Βλ. ΑΝ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΤΟΥ, ό. π., σελ. 81.
[183]Βλ. στο ίδιο, σελ. 154.
[184]Βλ. Κ. ΔΕΛΗΚΩΣΤΑΝΤΗ, ό. π., σελ. 122.
[185]Βλ. στο ίδιο, σελ. 44.
[186]Πρβλ. ΕΜ. ΚΛΑΨΗ, ό. π., σελ. 167.
[187]Βλ. Κ. ΔΕΛΗΚΩΣΤΑΝΤΗ, ό. π., σελ. 47.
[188]Βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, σελ. 223.
[189]Βλ. Ελληνικό Τμήμα Διεθνούς Αμνηστίας, ό. π., σελ. 63.
[190]Πρβλ. Κ. ΔΕΛΗΚΩΣΤΑΝΤΗ, ό. π., σελ. 60.
[191]Πρβλ. στο ίδιο, σελ. 75.
[192]Βλ. Ν. ΚΟΚΟΣΑΛΑΚΗ, «Ορθοδοξία και Πολιτική» στο  π. Α. Αυγουστίδη κ.α., Η Ορθοδοξία απέναντι σε θέματα της Εποχής μας, σελ. 175.
[193]Πρβλ. στο ίδιο, σελ. 176.
[194]Βλ. στο ίδιο, σελ. 178.
[195]Πρβλ. στο ίδιο, σελ. 178.
[196]Βλ. στο ίδιο, σελ. 196.