Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Τό ὁμοδύναμο τῶν θείων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ιδιότητες τῆς θείας φύσεως (Στό ἔργο του Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη)

Τό ὁμοδύναμο τῶν θείων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ιδιότητες τῆς θείας φύσεως (Στό ἔργο του Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη)


 Τό ὁμοδύναμο τῶν θείων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ιδιότητες τῆς θείας φύσεως
(Στό ἔργο του Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί
τοῦ Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη) 
Dr. Εἰρήνης Ἀρτέμη, Θεολόγου-Φιλολόγου
MA Θεολογίας, PhD θεολογίας 


Abstract
The Triune God exists "beyond" of the world and therefore the human being fails to know Him through his own forces. God reveals His idioms but He never reveals His ousia – nature. Isidore urges that the deity should be accepted only by His existence and actions, and the human should not make any effort to investigated God’s substance, because it is impossible for people and for the heavenly hosts too. Isidore teaches that the Immaculate and ineffable divine nature is far from any time and place, so there is no significance into the numeric «order» of the persons in the Trinity.
Cyril underlines that the ousia of God is God. It is the energies of God that enable us to have an experience of the Divine. At first through sensory perception and then later intuitively or noetically. The essence, being, nature and substance (ousia) of God are uncreated and incomprehensible. God's ousia is defined as "that which finds no existence or subsistence in another or any other thing". Cyril underlines that human beings’ communion in the divinity of Christ means people’s union with the Trinity, which in its turn allows the divine nature to pervade and permeate people, just as fire heats a piece of iron and makes it glow  All the man has to do after believing in Christ and discovering HIS communion with him is to give the gOD, ineffable beauty of the nature of the Trinity the chance to dawn within people, to shine and to glow.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
Ὁ Τριαδικός Θεός ὑπάρχει «ἐπέκεινα» τοῦ κόσμου καί ὡς ἐκ τούτου ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά Τόν γνωρίσει μέσω τῶν δικῶν του δυνάμεων. Τόν προσεγγίζει μέσω τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν Του, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ἄλλες ἀπό τίς θεῖες ἰδιότητες, μέσω τῶν ὁποίων ὁ Θεός αὐτοαποκαλύπτεται στόν κόσμο[i]. Ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῶν ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά μετάσχει τῆς θείας οὐσίας, ἡ ὁποία εἶναι ἀμέθεκτη τόσο στόν ἄνθρωπο ὅσο καί σέ ὅλα τά κτιστά δημιουργήματα. Ἡ ταυτότητα καί τό ἑνιαῖον τῆς θείας φύσεως δέν παραβλάπτονται καί δέν καταλύονται οὔτε διά τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ὑποστάσεων οὔτε διά τῆς διακρίσεως μεταξύ τῶν ὑποστάσεων[ii].
Οἱ ἐνέργειες ἑκάστου θείου Προσώπου δέν ἀνήκουν ἀποκλειστικά σέ Αὐτό ἀλλά καί στίς τρεῖς Ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μόνο τά ὑποστατικά ἰδιώματα ἀνήκουν ἀποκλειστικά σέ κάθε Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἁπλῶς γίνεται ἀναφορά ξεχωριστά μερικές φορές στίς φυσικές ἐνέργειες τῶν Προσώπων τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γι᾽ αὐτές ἀνάλογα μέ τή χρονική περίοδο πού ἀποκαλύπτεται τό κάθε Πρόσωπο. Κατά συνέπεια εἶναι λάθος νά εἰπωθεῖ ὅτι αὐτές δέν εἶναι κοινές σέ ὅλα τά Πρόσωπα τῆς Τρισηλίου Θεότητας. Ἀντίθετα οἱ ἐνέργειες τῶν θείων Προσώπων εἶναι κοινές ἐξαιτίας τῆς ἑνότητας τῆς θείας Οὐσίας. Γίνεται, λοιπόν, κατ᾽ οἰκονομία λόγος γιά τίς ἐνέργειες τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ, ἔνσαρκου καί ἄσαρκου, καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐνῶ εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ὑπάρχει ὁμοδύναμο στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος[iii].

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:
Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗ
Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης σημειώνει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι αἰώνια, δηλαδή ἀθάνατη. Παρατηρεῖ ὅτι: «Ἡ ἀιδιότης οἷον ἀειζωότης ἐστί· διὸ καὶ ἐπὶ μόνης τῆς ἀνάρχου φύσεως, τῆς ἀεὶ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἐχούσης λαμβάνεσθαι εἴωθε»[iv]. Σπεύδει, ὅμως, νά συμπληρώσει ὅτι ἡ ἰδιότητα τῆς ἀθανασίας, ἡ ὁποία ἀποδίδεται στόν Θεό διαφέρει ἀπό ἐκείνη πού προσδίδεται σέ κτιστά πράγματα πού δημιουργήθηκαν, «κρειττόνων δὲ φθορᾶς γεγενημένων»[v], ὅπως οἱ ἄγγελοι καί ἡ ψυχή. Σημαντικό εἶναι νά ἔχουμε συνεχῶς κατά νοῦ ὅτι κάνουμε λόγο γιά τόν Θεό χρησιμοποιώντας λέξεις ἀπό τό πεπερασμένο ἀνθρώπινο λεξιλόγιο, γιατί «ἀριθμοῦ γὰρ τὸ Θεῖον ἀνώτερον, καὶ χρόνων κρεῖττον, καὶ πάσης ἐπινοίας ὑψηλότρον»[vi]. Τίποτα, λοιπόν, δέν εἶναι τόσο ἰδιαίτερο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα γιά τόν Θεό «ὡς τὸ ἀῒδιον»[vii]. Ἑπομένως, ἡ ἀπειρότητά Του δέν ὑπόκειται σέ καμμία ἀλλοίωση καί ἐξέλιξη, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζουν μόνο τήν πλάση καί ὄχι τόν Πλάστη[viii].
Ἡ ἄναρχος, ποιητική και ἀῒδιος θεία φύση[ix] ὑπέρκειται τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου. Γιά τό λόγο αὐτό δέν μποροῦμε νά ἐπιδιώκουμε νά γνωρίζουμε τό «πῶς» ἐνεργεῖ ἡ Θεότητα, γιατί εἶναι παντοδύναμη καί ὡς Θεός ἐνεργεῖ «τὸν εὐμαρῶς καὶ τὰ παρ᾽ ἐλπίδα δημιουργοῦντα»[x]. Ἡ θεία φύση, «φῶς ὑπάρχων ἀπρόσιτον»[xi], θεωρεῖται, ὅπως προαναφέρθηκε, ἄναρχη, χωρίς ἀρχή καί τέλος[xii]. Παρεικάζεται μέ ἀῒδιο φῶς, πού φωτίζει τήν ἀνθρωπότητα καί τή λαμπρύνει[xiii]. Ἡ ἀϊδιότητα τῆς θεία φύσεως γίνεται συνώνυμη ἐδώ μέ τήν ἀθανασία[xiv]. Ἔτσι χαρακτηρίζει τή θεία φύση ὡς ἀθάνατη καί καθιστᾶ φανερή τή διαφορά μεταξύ Δημιουργοῦ καί δημιουργήματος.
Ἡ θεότητα πρέπει νά γίνεται ἀποδεκτή μόνο ἀπό τήν ὕπαρξή Της καί τίς ἐνέργειές Της, καί ὄχι νά καταβάλλεται ἔστω καί ἡ παραμικρή προσπάθεια νά ἐρευνᾶται ἡ οὐσία Της[xv], γιατί αὐτό εἶναι ἀκατόρθωτο τόσο γιά τούς ἀνθρώπους, ὅσο καί γιά τίς οὐράνιες δυνάμεις. Ὁ λόγος περί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἀνέφικτος καὶ μηδαμῶς ἁλώσιμος»[xvi]. Ἡ κυρίαρχη ἄποψη γιά τόν Θεό εἶναι ὁ χαρακτηρισμός Του ὡς «ποιητὴν καὶ ἄρχοντα καὶ ἔφορον καὶ προνοητήν καὶ κηδεμόνα»[xvii]. Ἡ πίστη μας γιά τόν Θεό πρέπει νά ἀποδεικνύεται ἔμπρακτα μέσα ἀπό τά ἔργα μας, γιατί ἀλλιῶς δέν ἔχει ἀξία γιά τόν Θεό[xviii].
Συχνά ἡ θεία φύση παρομοιάζεται μέ φωτιά, «ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκων»[xix], γιατί ἡ φωτιά σκορπᾶ πολύ φῶς γύρω της καί καθαρίζει καθετί πού θά βρεθεῖ στό δρόμο της. Ἀποτελεῖ τή βάση τοῦ ὑλικοτεχνικοῦ πολιτισμοῦ καί προστατεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν ἄγριων ζώων. Ἔτσι καί ἡ θεία φύση φωτίζει μέ οὐράνιο φῶς τίς ψυχές ὅλων ἐκείνων πού ἀγωνίζονται γιά τήν καθαρότητα τῆς ζωῆς τους, κάνοντάς τους ἑτερόφωτα φωτεινά ἀστέρια μέσα στόν κόσμο. Προφυλάσσει τίς ψυχές τους ἀπό τά βέλη τοῦ Σατανᾶ καί γίνεται τό θεμέλιο γιά τήν οἰκοδόμηση ἑνός καλύτερου κόσμου πού θά εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ξένη πρός τή θεία φύση εἶναι καί ἡ ὑπερηφάνεια. Ἄν καί ὁ Θεός θά μποροῦσε νά ὑπερηφανευτεῖ ἔναντι ὅλων τῶν λογικῶν δημιουργημάτων, ὁρατῶν καί ἀοράτων, γιατί εἶναι ὁ δημιουργός τῆς κτίσεως, ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος ὅλου τοῦ σύμπαντος[xx], «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν ποιῶν αὐτὴν τρέμειν»[xxi] καί ὑπερέχει ἀπό ὅλους καί ὅλα[xxii]. Μέσα ἀπό τή δημιουργία τῆς κτίσεως φαίνεται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος δημιούργησε τούς ἀγγέλους, «Οὗ αἱ χεῖρες ἔκτισαν πᾶσαν τὴν στρατιάν τοῦ οὐρανοῦ»[xxiii], τά ὕδατα καί τό νεφέλωμα, «καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν αἰνείτω τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι Αὐτός εἶπε καὶ ἐγένετο»[xxiv]. Τοποθέτησε τά σύννεφα ὡς ἔνδυμα γύρω ἀπό τή θάλασσα[xxv]. Δημιούργησε τά ζῶα, καί μέ σοφία τά ἐξόπλισε ὅλα, γιά νά μποροῦν νά συνεχίσουν τή διαιώνιση τοῦ εἴδους τους[xxvi]. Τέλος στήν κορυφή τῆς δημιουργίας ἔθεσε τόν ἄνθρωπο[xxvii] και τόν ἔκανε βασιλιά της[xxviii] καί ἐξουσιαστή τῆς φύσεως[xxix]. Τόν δημιούργησε κατ᾽ εἰκόνα Του, γιά νά γίνει μέ τήν προαίρεσή του ἰσόθεος. Ἔτσι βρίσκει ἐφαρμογή ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ «Γίνεσθε ὅμοιοι τοῦ Πατρός ὑμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ἐπειδή ἡ δημιουργία διασφαλίζει τό «κατ᾽ εἰκόνα», ἐνῶ ἡ προαίρεση τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν»[xxx].
Τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχρισαν βασιλιά τον ἄνθρωπο ὅλης τῆς δημιουργίας, πού εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν Τους, «Δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου»[xxxi]. Ὅπως προαναφέρθηκε, ἔπλασαν τόν ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» Τους, παρέχοντάς του τή δυνατότητα καί τήν ἐξουσία νά μπορεῖ ἐλεύθερα νά ἐπιλέγει τήν ἀρετή, γιά νά πετύχει νά γίνει ἰσόθεος μέ τό Δημιουργό Του[xxxii]. Ὁ Θεός, ὡς παντοδύναμος καί Δημιουργός, γνωρίζει τίς πιό ἐνδόμυχες σκέψεις τοῦ δημιουργήματός Του καί βλέπει μέσα στήν καρδιά του, «καρδιογνώστης ὑπάρχων, ὡς πλάσας κατά μόνας τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας»[xxxiii], χωρίς ὅμως νά τοῦ στερεῖ τή δυνατότητα νά τίς κάνει πράξη, γιατί ἀλλιῶς θά στεροῦσε στό τελειότερο δημιούργημά Του τήν ἐλευθερία ἐπιλογῆς. Ἐπιπλέον προίκισαν τόν ἄνθρωπο μέ ψυχή ἀθάνατη, «ἀλλ᾽ οὐ τῆς ἀνάρχου καὶ ποιητικῆς φύσεως ὁμοούσιον»[xxxiv]. Τό ἐπίθετο ἀθάνατη γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή χρησιμοποιεῖται καταχρηστικά, ἀφοῦ αὐτή κάποτε δημιουργήθηκε καί δέν προϋπῆρχε. Ἀντίθετα ὁ ὅρος ἀθάνατος ἔχει κυριολεκτική σημασία μόνο γιά τόν προαιώνιο καί προϋπάρχοντα Θεό.
Ὁ ἀθλητής τῆς πίστεως Ἰσίδωρος, ἀκολουθώντας τή μέχρι τότε θεολογική διδασκαλία, τονίζει τό ὁμοδύναμο τῶν Προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὑπογραμμίζει τό ὁμοδύναμο μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ, ἀναιρώντας ταυτόχρονα τυχόν κακοδοξία πού δημιουργεῖται ἀπό τήν παρεξηγημένη ἑρμηνεία τῆς φράσεως: «οὐ δύναται ὁ Υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ οὐδέν»[xxxv]. Φυσικά δέν ἔχουμε σέ καμμία περίπτωση ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἰωάννου τοῦ εὐαγγελιστῆ τήν παραδοχή ἀδυναμίας τοῦ Υἱοῦ νά πράξει κάτι ἀπό μόνος Του. Ἀντίθετα ἡ φράση αὐτή δηλώνει τή μεγάλη Του δύναμη καί τήν ταυτότητα τοῦ θελήματος καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Πατρός μέ τοῦ Υἱοῦ[xxxvi]. Μέ τήν παραπάνω ρήση τοῦ Χριστοῦ δίνεται ἀπάντηση στούς Ἰουδαίους πού τόν κατηγοροῦσαν ὅτι καπηλεύεται τή δόξα τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἰσραηλίτες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς δέν μποροῦσαν ἀρχικά νά κατανοήσουν τήν ὕπαρξη τοῦ Ἑνός καί συγχρόνως Τριαδικοῦ Θεοῦ καί μιλοῦσαν μόνο γιά ἕνα Θεό μέ ἕνα Πρόσωπο. Τούς διακηρύττει, λοιπόν, τήν κοινή θέληση καί ἐνέργεια μεταξύ τοῦ Πατρός Του καί Αὐτοῦ καί ἀφήνει ἔμμεσα νά ἐννοηθεῖ ὅτι δέν κάνει τίποτα, γιά νά ἐναντιωθεῖ στή θέληση τοῦ Πατρός. Ὁ Ἰσίδωρος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Χριστός θά φανέρωνε κάποια ἀδυναμία Του καί τυχόν κατωτερότητά Του ἀπό τόν Πατέρα, ἄν ἔλεγε, «ὅτι τὰ μὲν ἐφ᾽ ἑαυτοῦ ποιεῖ, τὰ δὲ οὐκ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ»[xxxvii]. Ἔτσι θά μποροῦσε κάποιος νά σκεφτεῖ ὅτι λόγῳ ἀδυναμίας Του τό εἶπε αὐτό, ἐφόσον ὅμως εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα, αὐτό ἀναγκάζει τούς Ἰουδαίους νά σκεφτοῦν ὅτι ὁ Υἱός ἐνεργεῖ μαζί μέ τόν Πατέρα καί ἔχει τό ἴδιο θέλημα μέ τόν Πατέρα Του, ὄχι μόνο ὡς ἄσαρκος Λόγος ἀλλά καί ὡς ἔνσαρκος[xxxviii].
Οἱ τρεῖς Ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ γίνονται βοηθοί καί συμπαραστάτες τοῦ κάθε γνήσιου ἐραστή τῆς ἀρετῆς, ἀντίθετα ἀφήνουν ἀβοήθητο κάθε ἄσπονδο ἐχθρό της[xxxix], γιατί ὁ Θεός ἐπιβραβεύει τό καλό καί ἀπεχθάνεται τό κακό, ὡς φιλάρετος πού εἶναι. Ἐξάλλου τά θεῖα Πρόσωπα εἶναι Ἐκεῖνα πού, ἄν καί κατοικοῦν ὑψηλά, ἐπιβλέπουν τά ταπεινά. Βλέπουν τά βάθη τῶν θαλασσῶν καί κάθονται πάνω ἀπό τά Χερουβίμ. Παρ̉ ὅλο, δηλαδή τήν παντοδυναμία Τους, δέν παραβλέπουν τό ταπεινό ἀνθρώπινο γένος. Ἄν καί ἐξουσιάζουν τά πάντα, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἀοράτων οὐρανίων δυνάμεων, διοικοῦν μέ ἡρεμία ἀκόμα καί ἐκεῖνα πού βρίσκονται στά βάθη τῶν ἀχανῶν ὠκεανῶν[xl]. Ἑπομένως, γίνεται φανερό ὅτι τίποτα δέν μπορεῖ νά διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἰσίδωρος διδάσκει ὅτι ἡ θεία φύση ἀπεχθάνεται τήν ὑψηλοφροσύνη καί τήν ἔπαρση, «ὁ κόμπος καὶ τῦφος καὶ δόξα κενή οὐ συνιστᾷ τῇ ἄνω λαμπρότητι»[xli]. Ἐπιπλέον τονίζει ὅτι «ἡ οἴησις προκοπῆς ἐστιν ἐγκοπή»[xlii] γιά τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀποστροφή αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τήν κενόδοξη ἀνθρώπινη ὑπέρηφάνεια ἀποκαλύπτεται στήν παραβολή τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Τελώνη[xliii] καί τῶν τριῶν παίδων μέ τούς Βαβυλωνίους[xliv]. Ἐξάλλου ὁ ἴδιος ὁ Θεός προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά εἶναι ταπεινοί, γιά νά γίνουν μιμητές Ἐκείνου[xlv], καί ὄχι ὑψηλόφρονες ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου.
Ἡ ἄρρητη καί ἄχραντη θεία φύση[xlvi] εἶναι «ἀριθμοῦ γάρ καί χρόνων» ἀνώτερη[xlvii], ἑπομένως δέν ὑπάρχει οὐσιαστική ἀριθμητική τάξη στά Πρόσωπα τῆς Τριάδος. Ἡ θειότατη καί βασιλικότατη φύση[xlviii], λοιπόν, «ἀπρόσιτος γὰρ ἐστιν»[xlix], ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀριθμητική τάξη τῶν θείων Προσώπων. Ἀκόμα καί τά ἴδια τά ὀνόματα τῶν Προσώπων χρησιμοποιοῦνται καταχρηστικά γιά τή θεία φύση, ἐνῶ εἶναι ὀνόματα μέ τά ὁποῖα χαρακτηρίζονται τά κτίσματα[l] καί οἱ σχέσεις τῶν κτισμάτων μεταξύ τους.
Ὁ Θεός, ἄν καί εἶναι φύσει ἀναμάρτητος[li], «μόνον γὰρ τὸ Θεῖον ἀναμάρτητον»[lii], εἶναι μακρόθυμος ἀπέναντι στόν ἁμαρτωλό. Δέν ἐπιθυμεῖ τό θάνατο τοῦ τελευταίου[liii]· αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά τοῦ ἐπιτρέπει νά ἁμαρτάνει ἀπεριόριστα[liv], ἀλλά σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά μήν ὑποστεῖ πολύ βαριές τιμωρίες[lv]. Χαρακτηριστικά ὁ Ἰσίδωρος περιγράφει τήν τιμωρία τῶν ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν μέ μία πολύ ζοφερή εἰκόνα. Λέει ὅτι «διὸ καὶ τοὺς ἁμαρτάνοντας καὶ μὴ μετανοοῦντας ποταμοί τινες ἀένναοι ὑποδέξονται, πῦρ φοβερὸν ἀναζέοντας, ὧν τὰ ρεῖθρα φλόγες εἰς τιμωρίαν κυμαίνουσαι»[lvi]. Ὅσο αὐστηρός εἶναι ὁ παντεπόπτης Θεός μέ αὐτούς πού παραμένουν ἀμετανόητα βυθισμένοι στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, τόσο εὐεργετικός καί δεκτικός εἶναι μέ ἐκείνους πού γνήσια καί ἀληθινά μετανοοῦν, περιβάλλοντάς τους μέ καλωσύνη[lvii]. Ταυτόχρονα παραμένει πιστός σύμμαχος σέ ὅποιον ἐπιζητᾶ τήν ἀρετή[lviii] καί δέν Τόν προδίδει ποτέ[lix]. Συγχρόνως ἡ θεία καί ἡμερότατη φύση «πικροτάτας ἀπαιτῆσαι δίκας δυναμένην» σέ ἐκείνους πού ἐπιδεικνύουν ἀνυπέρβλητη ἀλαζονεία[lx], ἐκμεταλλευόμενοι τή θεία ἀνεξικακία, «τήν δι᾽ ὑπερβάλλουσαν χρηστότητα εἰς μετάνοιαν αὐτοὺς καλοῦσαν»[lxi].
Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ περιμένει τή μεταμέλεια τῶν ἁμαρτωλῶν, «ὡς τὸ ἐπιστρέψαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῇν αὐτὸν τὴν ἀοίδιμον ζωήν»[lxii]. Γιά τό λόγο αὐτό δέν πρέπει ἡ μακροθυμία τῆς θείας φύσεως νά θεωρεῖται ὡς ἀδιαφορία τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ ἀνεξικακία Του ὡς ραθυμία[lxiii]. Ἡ μακροθυμία τῆς θείας φύσεως γίνεται ὅμως πρόδρομος γιά μεγαλύτερες τιμωρίες γιά ὅσους τήν ἀγοοῦν[lxiv] καί ἀντί νά τή χρησιμοποιοῦν ὡς σανίδα σωτηρίας μέ προορισμό τή μεταμέλεια καί τή μετάνοια, τή χρησιμοποιοῦν ὡς μέσο γιά τή διάπραξη «μειζόνων ἁμαρτημάτων»[lxv], κάνοντάς την «ἐφόδιον ποιουμένων κακίας»[lxvi]. Ἡ μακροθυμία Του, σύμφωνα μέ τίς Γραφές[lxvii], γίνεται συνώνυμη μέ τή φιλανθρωπία Του, ἡ ὁποία «καὶ λόγων καὶ νόμων καὶ χρόνων κρείττων τυγχάνουσα, τοὺς μεταγινώσκοντας προσίεται»[lxviii]. Ἄλλωστε στίς ἴδιες τίς Γραφές διακηρύττεται «Αὐτὸς γὰρ ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ»[lxix]. Αὐτό πρέπει νά ληφθεῖ σοβαρά ἀπό κάθε ἄνθρωπο, γιατί ὁ Θεός δέν ψεύδεται καί ἔχει τή δύναμη νά πραγματοποιήσει ὅσα ὑποσχέθηκε[lxx]. Ἔτσι θά ἀνταμείψει μέ ἀθάνατα στεφάνια «ἐν τῇ ὑπερκοσμίῳ Ἱερουσαλὴμ εὐτρεπισθεῖσα»[lxxi] ὅσους ἀγαποῦν τή σεμνότητα καί φροντίζουν νά ἔχουν γεμᾶτες τίς ἀποσκευές τῆς ζωῆς τους μέ αὐτήν[lxxii]. Ἀντίθετα οἱ ἀκόλαστοι καί οἱ ἄδικοι θά εἰσπράξουν «τά ἐπίχειρα τῶν κακῶν πράξεων» τους[lxxiii], ὅπως συνέβη μέ τόν Ἀβεσσαλώμ. Αὐτός δίκαια τιμωρήθηκε ἀπό τή θεία δικαιοσύνη, ἐξαιτίας τῆς καθαιρέσεως τοῦ πατρός του, Δαβίδ[lxxiv]. Ἀντίθετα ὁ Νομοθέτης καί Πρύτανις τῆς σωφροσύνης βράβευσε μέ τό στεφάνι τῆς ἀθάνατης δόξας τόν Ἰωσήφ, γιό τοῦ Ἰακώβ, γιά τήν ἐγκράτεια, τή σοφία καί τήν ἀρετή πού ἐπέδειξε σέ ὅλη του τή ζωή, «ἀπόβλεπτον μέν τοῖς πάλαι, ἀοίδιμον δέ τοῖς μετὰ ταῦτα ἀποφήνας»[lxxv].
Πάνω ἀπό ὅλα ὁ Θεός ἀγαπάει τήν ἀρετή στόν ἄνθρωπο, «ἀρετὴ γάρ ἐστι ἡ παρὰ τοῦ Θεοῦ στεφανουμένη»[lxxvi]. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός προίκισε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ ροπή πρός τήν ἀρετή[lxxvii]. Τιμᾶ ὅσους μοχθοῦν γιά νά τήν ἀποκτήσουν[lxxviii], ἔχοντας ὡς πρότυπό τους τήν «ἀνέφικτον καί ἀμίμητον» θεία ἀρετή κατά τήν προσταγή τοῦ Σωτῆρος. Ἐκεῖνος προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά μιμοῦνται στήν ἀρετή τόν Πατέρα Του καί τόν Ἴδιο, ὥστε ἐπιδιώκοντας τό μεῖζον νά πετύχουν ἔστω καί τό ἔλασσον[lxxix]. Ἡ ψυχή, στήν ὁποία βασιλεύει ἡ ἀρετή, ὀχυρώνεται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γιατί «θεῖόν ἐστι χρῆμα ἡ ἀρετή καὶ θεοφιλὲς καὶ μακάριον καὶ ἀθάνατον»[lxxx]. Μέ συμπαραστάτη καί σύμμαχο τή θεία βοήθεια τό ἀνθρώπινο ὄν εὔκολα νικᾶ τούς ἐχθρούς του, ὅταν ὅμως ἡ ἀρετή τόν ἐγκαταλείπει λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του, τότε ἡ θεία χάρη ἀποχωρεῖ καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕρμαιος τῶν παθῶν του[lxxxi]. Διαταράσσεται κατά συνέπεια ἡ ὀντολογική σχέση μεταξύ δημιουργήματος καί Δημιουργοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά διακόπτεται ἡ σχέση μεταξύ Κτίστη καί ἔλλογου κτίσματος. Τὀ ἀποτέλεσμα εἶναι τό τελευταῖο νά ὁδηγεῖται στή φθορά, τήν ἀρρώστια καί τελικά στό θάνατο.
Ὁ Πηλουσιώτης Πατήρ γνωρίζει ὅτι ἡ μέν θεία δύναμη εἶναι ἄμαχη καί «ἀεί κατὰ τὸ αὐτό»[lxxxii] σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἐνέργεια, οἱ ὁποῖες μεταβάλλονται συχνά καί δέν μπορεῖ κάποιος μέ ἀσφάλεια νά στηριχθεῖ σέ αὐτές. Χαρακτηρίζει τή θεία φύση «ἄσπιλη σοφία»[lxxxiii], γιατί μόνο Ἐκείνη μπορεῖ νά γνωρίζει τά πάντα καί νά ἑρμηνεύει τά πάντα μέ ὀρθό τρόπο καί ὄχι νά ἐκβιάζει κάποια ἑρμηνεία ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῆς κάθε κοινωνίας ἤ τῆς συγκεκριμένης χρονικῆς στιγμῆς. Τίποτα καί κανένας, λοιπόν, δέν μπορεῖ νά παραπλανήσει τόν Τριαδικό Θεό καί νά ξεφύγει ἀπό «τὸν φανότατον καὶ ἀκοίμητον ὀφθαλμόν»[lxxxiv] τοῦ Θεοῦ. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νά γνωρίζει τά πάντα, καί ὅλα νά εἶναι γυμνά μπροστά Του, ἀκόμα καί ἄν φαίνονται ὅτι εἶναι κρυφά[lxxxv].
Ὁ Θεός εἶναι ξένος πρός τό ψεῦδος[lxxxvi], γιατί «ἀνεπίδεκτός ἐστι τοῦ ψεύδους ὁ τῆς ἀλήθειας ὁ Πατήρ»[lxxxvii]. Ὁ Ἰσίδωρος σχολιάζοντας καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι μέσα καί ἀπό αὐτό τό χαρακτηρισμό τοῦ Θεοῦ ὡς Πατήρ τῆς ἀλήθειας μπορεῖ κάποιος νά διαπιστώσει τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ[lxxxviii]. Ἡ παντοδυναμία Του φαίνεται ἀπό το γεγονός ὅτι, ἐνῶ μπορεῖ νά πετύχει τά πάντα, Ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ καί ἀναζητᾶ μόνο τά ἄριστα[lxxxix]. Μέ τή λέξη ἄριστα ἐξοβελίζεται ἡ ἰδέα τῆς διάπραξης κακοῦ ἀπό τόν Θεό, «οὐ γὰρ ἐν πᾶσι τοῖς Θεῷ δυνατοῖς ἀριθμεῖται τὰ κακά»[xc]. Ὡς παντοδύναμος μπορεῖ μόνο Ἐκεῖνος νά θεραπεύει «τὰ ἀνήκεστα νοσήματα», ὅπως τά πάθη καί κάθε εἴδους κακία[xci].
Ἡ θεία φύση εἶναι συνώνυμη μέ τήν ἔννοια τοῦ καλοῦ, ὁπότε δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει κάτι κακό[xcii], ὅπως μπορεῖ νά συμβεῖ σέ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη φύση, ἀκόμα καί ἄν ἡ τελευταία ἔχει πετύχει νά εἶναι ἅγια. Ὑπογραμμίζεται ὅτι «οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» ἀλλά ἡ αἰσχρή ψυχή τοῦ ἑκάστοτε διεφθαρμένου νοῦ[xciii]. Ἡ Θεότητα εἶναι κατά φύση καλή καί ὡς Θεός παγιωμένη στό καλό, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση γίνεται κατά μέθεξη καλή, ὕστερα ἀπό τήν κοινωνία της μέ τόν Τριαδικό Θεό[xciv]. Χαρακτηριστικά ὁ Ἰσίδωρος παρατηρεῖ ὅτι «οὐδ᾽ οὐδὲν ἀχρεῖον ἐπὶ τῆς θείας δυνάμεως παραλαμβάνεται»[xcv]. Μέ τό χαρακτηρισμό ἀχρεῖον ἐννοεῖται κάθε ἁμαρτωλή πράξη, ἡ ὁποία ὅμως δέν μπορεῖ ποτέ νά πραγματοποιηθεῖ ἀπό τόν Θεό[xcvi]. Φανερώνοντας ἔτσι ὄχι τήν ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν παντοδυναμία Του καί τήν ἐκ φύσεως ἁγιότητά Του.
Ὁ Θεός εἶναι φύσει ἀγαθός[xcvii], ὄχι μόνο γιατί δημιούργησε τά πάντα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ἄμετρης ἀγαθότητάς Του, «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον ἐπὶ πονηρούς καὶ ἀγαθούς, καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»[xcviii], δείχνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό ὅτι ἀγαπάει κάθε ἄνθρωπο, μισεῖ τήν ἁμαρτία ἀλλά ὄχι τόν ἁμαρτωλό. Γιά τό λόγο αὐτό περιμένει ὡς καλός πατέρας τή μετάνοια κάθε ἄσωτου παιδιοῦ Του[xcix], ἔνδειξη «μεγίστης ἀγαθότητος».[c] Τήν ἀγαθότητα ὁ Θεός τήν ἔχει ἀπό τή φύση Του[ci]. Εἶναι ἀναφαίρετη σέ Αὐτόν, τήν κατέχει ἑκούσια καί ὄχι ὕστερα ἀπό συνεχῆ ἄσκηση καί προκοπή, ὅπως συμβαίνει στά κτίσματα[cii]. Συγκρίνοντας κάποιος τήν ἀγαθότητα τῆς θείας φύσεως μέ τήν ἀνθρώπινη, βλέπει πόσο ὑστερεῖ ἡ δεύτερη ἔναντι τῆς πρώτης καί γιά τό λόγο αὐτό «πονηρίαν αὐτήν ἐκάλεσε»[ciii]. Ἀφοῦ ἡ θεία φύση, ὅπως προείπαμε, εἶναι ἄτρεπτη καί ἀναλλοίωτη στό καλό, δείχνει μάλιστα ὁ Θεός τήν ἄπειρη καλωσύνη Του σέ ὅσους ποθοῦν τά λόγια Του καί προσπαθοῦν νά τά ἐφαρμόσουν[civ]. Ὅσοι παραβιάζουν τούς ἄγραφους νόμους Του προσπαθεῖ μέ γραπτούς νόμους νά τούς ἐπαναφέρει στό δρόμο τῆς ἀρετῆς[cv], γιά νά μπορέσουν νά ξανακάνουν τήν καρδιά τους χωράφι, στό ὁποῖο θά καρποφορήσει ἡ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος[cvi]. Ἑπομένως παρατηρεῖται ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός, «ἡ ἄρρητος σοφία πρὸς ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπίαν … νομoθετεῖ»[cvii].
Ὁ Θεός εἶναι φιλεύσπλαχνος καί ἀγαπᾶ τό καλό. Παρ̉ όλο πού μισεῖ τό κακό[cviii] καί τό ἀποστρέφεται, προσπαθεῖ νά παρέχει σέ κάθε ἁμαρτωλό τήν εὐκαιρία νά σωθεῖ[cix]. Προτάσσει, λοιπόν, τήν ἀπέραντη ἀγαθότητά Του ἔναντι τῆς αὐστηρῆς δικαιοσύνης Του. Γιά νά τεκμηριώσει, λοιπόν, τήν παραπάνω ἄποψη, ὁ Πηλουσιώτης Πατήρ ἀναφέρει τό περιστατικό τοῦ Φινεέ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ, ἄν καί δίκαια, διέπραξε δύο φόνους, τόν τίμησε μέ τήν ἱερωσύνη, δείχνοντας ὅτι ἡ θεία χάρη θέλει καί μπορεῖ νά ἐλευθερώσει ἀκόμα καί τούς ἀνάξιους[cx].
Ἡ θεία φύση χαρακτηρίζεται ὡς δίκαιη, «τῆς δικαιοσύνης πολλήν ποιούμενη πρόνοιαν»[cxi]. Ἐποπτεύει τή ζωή τῶν θνητῶν, χωρίς νά τήν ἐξουσιάζει, καί δέν προσδιορίζει τήν ἐλευθερία τοῦ λογικοῦ δημιουργήματός Του. Τιμωρεῖ ἐκείνους πού διαπράττουν ἀδικίες καί ἄνομες πράξεις καί δέν προσπαθοῦν νά μετανοήσουν[cxii]. Ἄλλωστε «ὁ παντεπόπτης ὀφθαλμός» δέν ἐπιτρέπει «τὴν ἀρετὴν ὑπὸ τῆς κακίας διὰ τέλους παρευδοκιμεῖσθαι»[cxiii]. Ὡς δίκαιος[cxiv] καί φιλάνθρωπος, «ἡ τῆς ἡμερότητος πηγή»[cxv], δίνει πολλές εὐκαιρίες στούς ἁμαρτάνοντες νά μετανοήσουν. Ὅσοι δέν τό πράξουν, θά ὑποστοῦν τίς συνέπειες τῆς αὐστηρῆς τιμωρίας πού τούς ἐπιφυλάσσει[cxvi] κατά τή μέλλουσα κρίση, ὅπως συνέβη παλαιότερα μέ τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε[cxvii], μέ τήν καταστροφή τῶν Σοδόμων καί Γομόρων[cxviii], μέ τήν κατάκτηση τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς Βαβυλωνίους καί τήν αἰχμαλωσία τῶν Ἰουδαίων[cxix]. Ἀντίθετα σέ ὅσους μοχθοῦν γιά τό καλό θά τούς ἀποδώσει μεγάλες τιμές κατά τή μέλλουσα κρίση[cxx]. Παρατηρεῖται, λοιπόν, ὅτι ὁ Θεός εὐεργετεῖ κάθε ἄνθρωπο πού ἀγωνίζεται γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καί συγχρόνως τόν ἐμποδίζει ἀπό τή διάπραξη ἀδικιῶν[cxxi], γιά νά μήν πέσει θύμα τοῦ μισόκαλου δαίμονα, ἐνῶ ἀντίθετα τιμωρεῖ ὅσους πράττουν ἄνομες πράξεις[cxxii].
Ὡς δίκαιος καί ἀδέκαστος κριτής θά κρίνει μέ τρόπο γεμάτο φιλανθρωπία τόν ἀληθινά μετανοοῦντα[cxxiii]. Δέν θά ἀνεχθεῖ, ὅμως, νά Τόν παραγκωνίζουν συνεχῶς. Οὔτε πρόκειται νά ἀφήσει ἀτιμώρητους ὅσους συντελοῦν στό νά βλασφημεῖται τό θεῖο ὄνομά Του. Θά τιμωρήσει μέ ἀμείλικτο τρόπο, ὅσους, ἄν καί τούς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά μετανοήσουν, συνεχίζουν νά ἁμαρτάνουν, ἐκμεταλλευόμενοι τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ[cxxiv]. Ὡς «μέγας καὶ ὀξυδερκής καὶ ἀκοίμητος ὁ τῆς θείας δίκης … ὀφθαλμός»[cxxv] θά τιμωρήσει ὅσους πράττουν τό κακό, εἴτε φανερά εἴτε κρυφά, ἐνῶ θά ἀνταμείψει ὅσους εἶναι ὑπέρμαχοι τῆς ἀρετῆς[cxxvi]. Γιά τό λόγο αὐτό μᾶς συμβουλεύει ὁ ἱερός Πατήρ ὅτι δέν πρέπει νά ἀναβάλλουμε τά ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἀντίθετα νά ποιοῦμε τά ἄριστα[cxxvii]. Στήν προσπάθειά μας αὐτή πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἀγνοοῦμε τή στιγμή πού θά κοπεῖ τό νήμα τῆς ζωῆς μας, καθώς καί τίς δολοπλοκίες τοῦ δαίμονα, ὁ ὁποῖος μέ τεχνάσματα μᾶς ἐξαπατᾶ. Μᾶς δημιουργεῖ τήν ψευδαίσθηση «τό σήμερον ἀεί παρόν»[cxxviii], πετυχαίνοντας ἔτσι νά ἀναβάλλουμε συνεχῶς τή διάπραξη τοῦ καλοῦ καί τή μετάνοια μας, μέ ἀποτέλεσμα φτάνοντας ἡ ὥρα τῆς κρίσης νά εἴμαστε ἀπροετοίμαστοι[cxxix]. Κατά συνέπεια θά γίνουμε ἀποδέκτες βαριᾶς καταδίκης κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσης.
«Ἡ ἀκήρατος καὶ θεία δύναμις» τιμᾶ τόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, γιατί μόνο Αὐτή μπορεῖ νά ἀποδώσει τήν τιμή καί τή δόξα σέ ὅσους εἶναι ἄξιοι νά τή δεχθοῦν καί ἀκόμη περισσότερο σέ ἐκείνους πού ἀξίζουν[cxxx]. Θά κρίνει ὅμως αὐστηρά καί θά ἐπιβάλει μεγάλες ποινές σέ ὅσους, παρά τήν ἀνυπέρβλητη μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, συνεχίζουν ἀσύστολα νά ἁμαρτάνουν, ὅπως προαναφέρθηκε, γιατί περιφρονοῦν τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, φανερώνοντας τόν πλήρη παραλογισμό τους[cxxxi]. Ἡ τιμωρία τους ἀπό τόν Θεό γίνεται «ἀπαθῶς», γιατί ἡ θεία φύση εἶναι χωρίς πάθη σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού διέπεται ἀπό «ἐμπαθῆ κίνησιν καὶ τὴν τῶν λογισμῶν ταραχήν»[cxxxii]. Τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων ἀναγκάζει τόν Θεό, πού εἶναι ἀπαθής στή φύση Του, νά παρουσιάζεται σάν νά μετακινεῖται ἀπό τή φυσική Του ἀγαθότητα στήν ἔξω ἀπό τή φύση Του ὀργή. Στήν πραγματικότητα ὅμως ἡ τιμωρία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῶν κακῶν πράξεων κάθε ἀνθρώπου[cxxxiii].
Ἡ θεία φύση εὐαρεστεῖται ὄχι μέ ὑλικές λατρεῖες, ἀλλά ὅταν προσφέρουμε τά σώματα καί τή διάνοιά μας καθαρά ἀπό ὁποιοδήποτε ρύπο ἁμαρτίας. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ Παῦλος μᾶς παροτρύνει: «Παραστήσατε τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τήν λογικήν λατρείαν ὑμῶν»[cxxxiv]. Ἄλλη μία ἰδιότητα τῆς Θεότητας εἶναι ἡ σωφροσύνη καί ἡ πρόνοια, γιά τό λόγο αὐτό παρατηρεῖται τό παράδοξο νά διαπράττουν δύο ἄνθρωποι τό ἴδιο ἁμάρτημα ἀλλά νά τιμωρεῖται ὁ ἕνας. Αὐτό σχετίζεται μέ τίς διάφορες προϋποθέσεις πού γνωρίζει καί λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψη Του ὁ Θεός, τίς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νά συλλάβει καί νά ἀξιολογήσει τό πεπερασμένο τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Μέ βάση τά παραπάνω μπορεῖ νά κάποιος νά ἐξηγήσει, γιατί ἐνῶ ὁ Ἀαρών καί ἡ Μαρία κατηγόρησαν τό Μωυσῆ, μόνο ἡ Μαρία τιμωρήθηκε. Αὐτό συνέβη, ἐπειδή ὁ Ἀαρών εἶχε τό ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης κάτι πού ὁ Θεός δέν ἤθελε νά ἀτιμάσει[cxxxv]. Ἄλλωστε ἡ θεία Πρόνοια ἐνεργεῖ κατάλληλα, γιατί γνωρίζει καλά τό συμφέρον τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου[cxxxvi] καί ἀπονέμει στόν καθένα αὐτά πού τοῦ ἀξίζουν[cxxxvii]. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ κάθε ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀναθέτει στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὅλα ὅσα τόν ἀφοροῦν[cxxxviii].
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε ὁ Τριαδικός Θεός νά τρέφει τά πάντα καί τούς πάντες, παρέχοντάς τους τήν τροφή μόνο τήν κατάλληλη στιγμή. Βρίσκουν ἑπομένως ἐφαρμογή τά λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ «Πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφήν αὐτοῖς εἰς εὔκαιρον»[cxxxix]. Ἄν ἡ τροφή δινόταν σέ ἀκατάλληλη στιγμή, τότε δέν θά εἶχε καμμία ἀξία. Ὁ Ἰσίδωρος τεκμηριώνει τή συγκεκριμένη ἄποψη μέ τό λογικό ἐπιχείρημα, ὅτι ἄν ἔδινε ψωμί ὁ Θεός στό χορτασμένο, δέν θά εἶχε καμμία ἀξία γιά ἐκεῖνον, ἐνῶ ἄν το ἴδιο ψωμί δινόταν σέ ἕναν πεινασμένο, θά τοῦ πρόσφερε μεγάλη ἱκανοποίηση. Ἀντίστοιχα τό ἴδιο θά συνέβαινε καί μέ τό ποτήρι τό κρασί. Διαφορετική ὑποδοχή θά ἔβρισκε ἀπό τό διψασμένο καί διαφορετική ἀπό τό μεθυσμένο. Ἡ θεία πρόνοια μεριμνᾶ ἀκόμη καί οἱ καρποί τῆς γῆς νά μήν ὡριμάζουν ὅλοι μαζί, γιατί «ἐστενοχωρήθη ἄν ἡ τοῦ γεωργοῦ τέχνη ὑπό τῆς τοῦ χρόνου βραχύτητος, καὶ πάντα ἄν ἀπολώλει καὶ διεφθάρη, οὐκ ἀρκοῦντος αὐτοῦ ὑφ᾽ ἕν ἅπαντα συγκομίσαι»[cxl]. Χρέος, λοιπόν, τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι νά ζητᾶ ἀπό τόν Θεό ὅσα Ἐκεῖνος γνωρίζει ὅτι θά εἶναι ὠφέλιμα γιά ἐκεῖνον, δείχνοντας ἔτσι ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή θεία πρόνοια[cxli].
Συνοπτικά εἴδαμε ὅτι ὁ ἱερός Ἰσίδωρος τονίζει τό ἀδύνατο τῆς ἔρευνας τῆς οὐσίας τῆς θείας φύσεως, ἡ ὁποία γνωρίζεται μόνο μέσα ἀπό τίς φυσικές ἰδιότητές της. Σημειώνει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι ἄναρχη, δηλαδή ἀῒδια, καί βρίσκεται ἐπέκεινα χώρου καί χρόνου. Ὁ Τριαδικός Θεός δημιούργησε ὅλη τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη. Ὁ ἱερός Πατήρ παρομοιάζει τή φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέ φωτιά. Μία παρομοίωση πού χρησιμοποιεῖται συχνά ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὑπογραμμίζει τήν ἀπέχθεια τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὑπερηφάνεια, ἄν καί Ἐκεῖνος θά ἦταν ὁ μόνος πού θά εἶχε κάθε δικαίωμα νά ὑπερηφανεύεται.
Μέσα στό ἔργο τοῦ Πηλουσιώτη Πατρός ὑποδεικνύεται μέ ἔμφαση ἡ ἀνυπαρξία οὐσιαστικῆς ἀριθμητικῆς τάξης στίς θεῖες ὑποστάσεις. Τά ὀνόματα πού χαρακτηρίζουν τίς θεῖες Ὑποστάσεις ἤ τά ἰδιώματα Αὐτῶν χρησιμοποιοῦνται καταχρηστικά. Ἄλλωστε κανένας ὅρος ἀπό τό πεπερασμένο ἀνθρώπινο λεξιλόγιο δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ κυριολεκτικά γιά τη θεία φύση.
Ὁ Θεός, ἄν καί εἶναι ἀναμάρτητος, ἐπιδεικνύει ἀπέραντη μακροθυμία ἔναντι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἀναμένει τή μετάνοια τοῦ τελευταίου, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι τοῦ ἐπιτρέπει νά συνεχίζει νά ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία. Κατά συνέπεια τιμωρεῖ αὐστηρά τούς ἀμετανόητους, ἐνῶ ταυτόχρονα συγχωρεῖ τούς μετανοούντας. Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι φιλάρετος, γιά τό λόγο αὐτό προίκισε τό ἀγαπημένο δημιούργημά Του μέ ἔμφυτη ροπή πρός τήν ἀρετή καί καθετί καλό. Ὁ Θεός ἐπιβραβεύει ὅσους ἀγωνίζονται γιά τήν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς τους μέ τήν ἐπιδαψίλευση τῆς χάριτός Του.
Ὁ Ἰσίδωρος δηλώνει μέ ἔμφαση ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι ἄτρεπτη σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀνθρώπινη. Εἶναι γεμάτη μέ σοφία, μέ ἀποτέλεσμα νά ἑρμηνεύει ὀρθά ὅλα τά πράγματα χωρίς νά ἐκβιάζει ἑρμηνεῖες, ὅπως συμβαίνει μέ τόν ἄνθρωπο. Ἡ ὑπέρτατη φύση εἶναι παντοδύναμη, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει ὅρια, ἀφοῦ τή διέπουν οἱ νόμοι τῆς κτιστῆς φύσεως. Ἐμμένει στόν τονισμό τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ ἀλλά συγχρόνως εἶναι δίκαιος. Ἔτσι θά ἀποδώσει στόν καθένα τιμές ἤ τιμωρίες ἀνάλογα μέ τά ἔργα του. Ὁ Πηλουσιώτης μοναχός διδάσκει ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανάγαθος. Ἔμπρακτη ἀπόδειξη τῆς ἀγαθότητάς Του εἶναι ὅτι ἀνατέλλει τόν ἥλιο γιά δικαίους καί ἀδίκους καί δίνει τή βροχή σέ ἐνάρετους καί μή. Θεωροῦμε σημαντικό τό πῶς ἐξηγεῖ ὁ Ἰσίδωρος τό ἀπαθές τῆς θείας φύσεως. Λέει, λοιπόν, ὅτι ἡ θεία φύση δέν ὀργίζεται κυριολεκτικά. Ἁπλῶς μέ τόν τρόπο αὐτό γίνεται πιό κατανοητό στόν ἄνθρωπο ὅτι οἱ ἁμαρτωλές πράξεις του ἐπισύρουν τήν τιμωρία του ἀπό τόν Θεό γιά λόγους πάντοτε παιδαγωγικούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β:
Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ Κύριλλος ὑπογραμμίζει ἀρχικά μία μεγάλη ἀλήθεια, οἱ ἰδιότητες καί τά ἐξαίρετα τῆς θείας φύσως εἶναι «δυσέξοιστά τε... καὶ δυσέκφραστα καὶ οὐχ ἕτοιμα πρὸς τὸ καταθρεῖν»[cxlii]. Ὅποιες σκέψεις γίνουν γιά τή Θεότητα εἶναι ὄχι μόνο πολύ μικρές συγκριτικά μέ τό ἄπειρο τῆς ὑπερκόσμιας Θεότητας ἀλλά καί πολύ κατώτερες ἀπό τήν πραγματική ἀξία Της. Ἡ ὑπέρτατη φύση νοεῖται καί εἶναι μέγα, μοναδικό καί πέρα ἀπό κάθε νοῦ καί λόγο[cxliii]. Γιά τό λόγο αὐτό μιλᾶμε γιά τόν Θεό «διά σχημάτων καὶ τύπων» καί μαθαίνουμε γιά Ἐκείνον «ἐν ἐσόπτρῳ καὶ ἐν αἰνίγματι»[cxliv], ἀφοῦ ἡ ἀδυναμία τῆς γλώσσας μας σέ συνάρτηση μέ τήν ἀδυναμία τῆς ὁράσεώς μας ἀποκαλύπτει τήν κατωτερότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔναντι τῆς θείας. Ἀνεπιφύλακτα τονίζεται ὅτι «πνεῦμά ἐστιν ὁ Θεός, ἀνείδεός που πάντως ἐστί, καὶ τύπου καὶ σχήματος καὶ περιγραφῆς ἐπέκεινα πάσης»[cxlv]. Οἱ σκέψεις περί τοῦ Θεοῦ ἐκφράζονται μέ λέξεις τοῦ πεπερασμένου ἀνθρώπινου νοῦ, οἱ ὁποῖες ἐπιχειροῦν νά δηλώσουν ὅσα εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνατότητες τοῦ νοῦ μας[cxlvi]. Αὐτό εἶναι μία πραγματικότητα ἡ ὁποία εἶναι κατανοητή καί ἀποδεχτή τόσο στούς χριστιανούς πατέρες ὅσο καί σέ πολλούς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους ὅπως ὁ Πορφύριος, ὁ Πλάτων, ὁ Ἑρμῆς ὁ Τρισμέγιστος καί ἀρκετοί ἄλλοι[cxlvii] ἀδυνατοῦν νά ἀναφερθοῦν στό εἶναι τῆς θείας φύσεως ἐξαιτίας τῆς πτωχείας τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καί τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας.
Στή συνέχεια, παρατηρεῖ ὅτι τά ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως διακρίνονται σέ φυσικά καί ὑποστατικά. Τά φυσικά εἶναι κοινά καί στά τρία Πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ[cxlviii], τά ὑποστατικά (ἡ ἀγεννησία, ἡ γέννηση καί ἡ ἐκπόρευση) ἀφοροῦν κάθε Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ξεχωριστά[cxlix], μένουν ἀκοινώνητα καί ἐξασφαλίζουν τήν ἑτερότητα τῶν θείων Προσώπων[cl]. Ἐξάλλου πρέπει νά τονίσουμε ὅτι τά ὑποστατικά ἰδιώματα δέν πρέπει νά νοοῦνται ὅτι λαμβάνουν χώρα καί ἰσχύουν κατ᾽ ἀναλογία πρός τά θεῖα Πρόσωπα, ὅπως στούς ἀνθρώπους. Στό κεφάλαιο αὐτό θά γίνει ἀναφορά γιά τίς φυσικές ἰδιότητες, ἐνῶ γιά τά ὑποστατικά ἰδιώματα θά ἀναφερθοῦμε σέ ξεχωριστές ἑνότητες.
Τά φυσικά ἰδιώματα ὁ Κύριλλος τά ὁρίζει ὡς «ὅσα δὲ λέγομεν ἐπὶ Θεοῦ καταφατικῶς, οὐ τὴν φύσιν, ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν φύσιν δηλοῖ· κἂν ἀγαθὸν, κἂν δίκαιον, κἂν σοφὸν, κἂν ὅ,τι ἂν ἄλλο εἴπῃς, οὐ φύσιν λέγεις Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ περὶ τὴν φύσιν»[cli]. Ἀρχικά ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀόρατη[clii], ἀσώματη[cliii], ἀψηλάφητη[cliv], ἁπλή[clv] καί ἀσύνθετη[clvi], παρ̉ ὅλο πού ἔχει τρία πρόσωπα καί πολλές ἐνέργειες[clvii]. Εἶναι δύσκολο, λοιπόν, νά συλλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τά τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς γράφουν γιά τά σχετικά μέ Αὐτόν, δηλαδή τόν Θεό, μέ τρόπο ἀνθρώπινο, εἰδάλλως, ἐπισημαίνει ὁ ἱερός Κύριλλος, δέν θά ἦταν ἐφικτό νά καταλάβουμε ἐμεῖς πού ζοῦμε μέσα σέ ἁπλά καί ὑλικά σώματα, πράγματα σχετικά μέ τή θεία καί ὑπέρτατη οὐσία, «εἰ μὴ καθάπερ ἐν τάξει παραδειγμάτων παρεκομίσθη τὰ καθ᾽ ἡμᾶς»[clviii]. Μόνο ἔτσι ἡ ὑπέρτατη φύση, ἡ ὁποία βρίσκεται πέρα ἀπό κάθε σωματική φαντασία, θά μπορεῖ ἐν μέρει νά γίνει κατανοητή. Φυσικά σπεύδει νά ὑπογραμμίσει ὅτι ἡ θεία φύση δέν ταυτίζεται μέ τίς ἐνέργειες τῆς Θεότητας: «Ἀλλὰ τὸ μὲν ποιεῖν, ἐνεργείας ἐστὶ, φύσεως δὲ τὸ γεννᾷν. Φύσις δὲ καὶ ἐνέργεια οὐ ταυτόν»[clix]. Κατά συνέπεια ὁ ἄνθρωπος βλέπει καί μετέχει τῶν ἐνεργημάτων δηλαδή τῶν ἀποτελεσμάτων τῶν θείων ἐνεργειῶν.
Ἡ θεία φύση εἶναι ἀσώματη. Ἑπομένως δέν πρέπει νά θεωροῦμε τίποτα ὑλικό στόν Θεό, οὔτε μάτια ἤ αὐτιά, οὔτε χέρια, πόδια ἤ φτερά. Ὅποιος προσπαθεῖ νά σκεφτεῖ κάτι τέτοιο, τότε, σημειώνει μέ παρρησία ὁ Κύριλλος, «παντελῶς γὰρ εὔηθες τὸ βούλεσθαί τι τοιοῦτον ἐννοεῖ»[clx]· ἁπλῶς χρησιμοποιοῦνται τέτοιες ἀνθρωπομορφικές εἰκόνες ἀπό τή Γραφή, γιά νά κατανοήσουμε τά ἀναγκαῖα γιά τόν Θεό ἐμεῖς πού ὑπάρχουμε σέ ἁπτά καί ὑλικά σώματα. Πρέπει νά ἔχουμε συνέχεια κατά νοῦ ὅτι ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, γνωρίζει τά πάντα, ἐποπτεύει καί ἐρευνᾶ τό καθετί, ἀφοῦ τίποτα δέν μπορεῖ νά διαφύγει ἀπό τήν προσοχή Του[clxi].
Οἱ ἐνέργειες, ἄν καί εἶναι πολλές καί ποικίλες[clxii], δέν βλάπτουν τή «σεπτή και ἄῤῥητον»[clxiii] φύση τῆς τρισηλίου Τριάδος, γιατί τό ὑπέρτατο ὄν δέν εἶναι ὅπως τά κτιστά ὄντα καί δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ σύγκριση τῆς ὑπέρτατης φύσεως μέ τήν κτιστή[clxiv]. Ἄλλωστε ἡ κτιστή φύση εἶναι πεπερασμένη ἔχοντας ἀρχή καί τέλος[clxv], «πᾶν τό ἐν γενέσει καί παρενεχθέν ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό εἶναι, πάντῃ καί πάντως ὑπόκειται τῇ φθορᾷ»[clxvi], ἀντίθετα «ἄναρχον γὰρ τὸ θεῖον καὶ τελευτᾷν οὐκ εἰδός»[clxvii] καί δέν ὑποβάλλεται σέ τοπικούς περιορισμούς[clxviii]. Ἐδῶ ὁ Κύριλλος συμπληρώνει ὅτι παρ᾽ όλο πού λέγεται ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ στόν οὐρανό, δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ κάτι σωματικό γι᾽ Αὐτόν. Γιατί ὁ Θεός δέν βρίσκεται σέ περιορισμένο τόπο καί μέρος, ἀφοῦ τό Θεῖο εἶναι «ἁπλοῦν», «ἀσώματον καί πάντα πληροῦν», ἀλλά «ἐπειδή δέ τοῖς ἄνω πνεύμασι ὡς ἁγίοις ἐπαναπαύεται, ταύτῃτοί φαμεν θρόνον τε καὶ οἶκον αὐτοῦ τὸν οὐρανόν»[clxix]. Τό Θεῖο Ὄν, λοιπόν, ὑπέρκειται τοπικῶν καί ποσοτικῶν περιορισμῶν, «οὐ τόπῳ καὶ περιορισμοῖς, ποσότητί τε καὶ μέτροις ὑποκειμένου Θεοῦ»[clxx]. Τό ἀπεριόριστο, ἄποσο και ἀμέγεθες τῆς θείας φύσεως γίνεται φανερό στούς ἀνθρώπους ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα[clxxi].
Ὁ ἱερός Κύριλλος παρατηρεῖ ὅτι τό θεῖο, ἐννοώντας καί τά τρία Πρόσωπα τῆς Θεότητας, εἶναι πανίσχυρο, παντοδύναμο καί ἔχει ἀπόλυτη πληρότητα[clxxii]. Μέ τήν ἔκφραση «ὅσαπερ ἂν πρέποι»[clxxiii], ἐννοώντας δηλαδή τήν ἀπόλυτη πληρότητα σημειώνει ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὅτι τό θεῖο εἶναι τέλειο καί δέν ἐπιδέχεται καμμία βελτίωση, ἀλλαγή, τροπή ἤ μείωση τῆς οὐσίας Του, πράγματα τά ὁποῖα συμβαίνουν στήν κτιστή φύση. Ἐνεργεῖ, λοιπόν, ἀπό κοινοῦ ἡ Ἁγία Τριάδα. Αὐτά πού κάνει ἤ πού σκέφτεται νά κάνει ὁ Πατήρ, τά ἴδια κάνει καί ὁ Υἱός κατά τόν ἴδιο τρόπο, τό ἴδιο ἐπίσης συμβαίνει καί στό Πνεῦμα[clxxiv]. Ἑπομένως, τά πάντα ἐνεργοποιοῦνται Τριαδικά ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἄλλωστε καί τά τρία Πρόσωπα ζωοποιοῦν καί ζωογωνοῦν τά πάντα[clxxv]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ ὁμοδύναμου τῶν θείων Προσώπων ἀποτελεῖ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ «πάντα παρὰ Πατρός δι᾽ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι»[clxxvi] ἔγιναν.
Ὁ Κύριλλος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Υἱός «ἦν γὰρ καὶ ἐστὶν ἰσοσθενὴς αὐτῷ, καὶ δι᾽ αὐτῶν τῶν πραγμάτων πεπληροφόρηκε τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι κατὰ πᾶν ὁτιοῦν ἰσομέτρως ἔχει τῷ γεγεννηκότι (= Πατρί)»[clxxvii]. Παρατηρεῖ, λοιπόν, ὅτι τά πρόσωπα πού ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, ἔχουν τά ἴδια φυσικά ἰδιώματα[clxxviii]. Ἔτσι τά Πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πού ἔχουν τήν ἴδια φύση εἶναι ὁμοδύναμα.
Ὁ Θεός εἶναι πανίσχυρος[clxxix] . Μπορεῖ νά φέρει εἰς πέρας ἀκόμα καί τά πιό ἀδύνατα γιά τήν ἀνθρώπινη διάνοια. Δημιούργησε «καλὰ λίαν»[clxxx] τήν κτίση ἀπό τό μηδέν καί ἀποτελεῖ ἀπόδειξη «ὑπεροχῆς πανσθενοῦς», ἡ δημιουργία τοῦ οὐρανοῦ καί τό στερέωμα τῆς γῆς, ἡ ὁποία δέν ὑφίστατο κἄν[clxxxi]. Ἔφερε, λοιπόν, ὁ Θεός τό σύμπαν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί κατάφερε νά τό κατασκευάσει, γιά τό ὁποῖο μᾶς διαβεβαιώνει καί ὁ Μωυσῆς μέσα ἀπό τήν περιγραφή τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου στό βιβλίο τῆς Γενέσεως[clxxxii]. Μέσα ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ζωή, φῶς, δύναμη καί τέλος ὅτι εἶναι ἄφθαρτος σέ σχέση μέ τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη[clxxxiii].
Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ φαίνεται ἀκόμη καί στό περιστατικό τοῦ Ἐζεκία. Ὁ τελευταῖος, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἐπανέλθει στή ζωή, ὁ Θεός τό κατέστησε φανερό μέ τήν ἐπιστροφή τῆς σκιᾶς τοῦ ἡλίου καί τήν ἐπιμήκυνση τῆς ἡμέρας σέ ἀσυνήθιστο χρόνο διάρκειας, δείχνοντας ἔτσι ὅτι «δυσήνυτον δὲ παντελῶς οὐδέν τῷ τῶν ὅλων Δεσπότῃ, ἀλλ᾽ ὅπερ ἂν ἕλοιτο, κατορθοῖ κατευνάσας μόνον»[clxxxiv]. Δίκαια, λοιπόν ὁ Ἐζεκίας χαρακτηρίζει τόν Θεό «Κύριο Σαβαώθ», δηλαδή Κύριο τῶν δυνάμεων καί ὅλης τῆς δημιουργίας τῆς οὐράνιας καί τῆς ἐπίγειας[clxxxv]. Ἀπό τό περιστατικό τοῦ Ἐζεκία ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ζωή καί ζωοποιός, καί ἐπάνω πάντων ἀνώτερος»[clxxxvi], ἀκόμα καί τοῦ θανάτου. Ἐπιπλέον ὡς παντοδύναμος δέν εἶναι μόνο ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς, ἀλλά μπορεῖ νά ἀπελευθερώσει ἀκόμα καί ἀπό τά δεσμά τοῦ διαβόλου ὁποιονδήποτε νοῦ, πού αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τό σατανᾶ, καί νά τόν ἐπαναφέρει στήν ἀρχική του ἀξιόπρεπη κατάσταση[clxxxvii].
Ἡ θεία φύση εἶναι «εὐκλεής» καί «περικαλέστατη»[clxxxviii], ἐνῶ τά κτιστά ὄντα, οὐράνια καί ἐπίγεια, ἀποκτοῦν τά χαρακτηριστικά αὐτά κατά τή μέθεξή τους μέ τίς θεῖες ἐνέργειες. Μοιάζει ἡ θεία φύση μέ τή φωτιά, ἡ ὁποία εἶναι αὐτόφωτη, καί ἀντανακλᾶ τό φῶς καί τή λαμπρότητά της σέ ἄλλα ἑτερόφωτα σώματα, τά ὁποῖα ἔρχονται σέ ἐπαφή μαζί της[clxxxix]. Ἡ θεία φύση ὄχι μόνο φωτίζει τά πάντα, ἀλλά ἐπιπλέον τά οὐσιώνει, τά ζωογονεῖ καί τά καταξιώνει[cxc].
Ὁ Θεός γνωρίζει τά πάντα, ὅσα ἔγιναν, γίνονται καί ὅσα πρόκειται νά συμβοῦν, ἀφοῦ γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχει παρόν, παρελθόν καί μέλλον ἀλλά ὅλα εἶναι ἕνα συνεχές παρόν γιά τή θεία φύση: «Ὅτι μὲν γὰρ συμβήσεται μεταξὺ τῷ ζώῳ τὸ παθεῖν τὴν φθορὰν͵ οὐκ ἠγνόηκεν ὁ Δημιουργὸς, ἀλλ᾽ ἠπίστατο, μετὰ τούτου καὶ τῶν ἀτόπων τὴν λύσιν, καὶ τῆς φθορᾶς τὴν ἀναίρεσιν, καὶ εἰς τὸ ἄμεινον ἀνακομιδὴν, καὶ τῶν ἐν ἀρχαῖς ἀγαθῶν τὴν ἀνάληψιν. ῎Ηδει γὰρ ὅτι πέμψει κατὰ καιροὺς τὸν ἴδιον Υἱὸν ἐν ἀνθρωπείᾳ μορφῇ τεθνηξόμενον ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τοῦ θανάτου καταλύσοντα κράτος, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ»[cxci]. Καί ἐνῶ γνωρίζει τά πάντα «πρὶν γενέσεως αὐτῶν»[cxcii], ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἀποφασίζει ἐλεύθερα καί νά ἔχει τή δυνατότητα νά ἐνεργεῖ ὅπως θέλει, ἀκόμα καί νά ὑποπέσει σέ σφάλμα ἤ νά διαπράξει ἁμαρτίας.
Χαρακτηριστική ἰδιότητα τῆς θείας οὐσίας εἶναι καί ἡ φιλευσπλαχνία[cxciii]. Ὡς φιλέσπλαχνος καί φιλάνθρωπος, «πλούσιος ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς»[cxciv], ἐπιεικής, ἀγαθός[cxcv] καί πολυέλεος, ἀναζητᾶ συνεχῶς ἀφορμές νά ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλό στή σωτηρία, καί προσπαθεῖ νά τοῦ δώσει πολλές εὐκαιρίες, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ δικαίωση τοῦ ἀπολωλότος προβάτου του καί κατά συνέπεια ἡ σωτηρία του. Γιατί, ὅπως τονίζει καί ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ, ὁ Θεός «οὐ γὰρ βούλεται τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ μᾶλλον, ὡς τὸ ἀποτρέψαι αὐτὸν ἀπό τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῇν αὐτόν»[cxcvi]. Τά λόγια αὐτά τοῦ προφήτη βρίσκουν ἐφαρμογή σέ πολλά παραδείγματα, πού μπορεῖ νά ἀντλήσει κανείς τόσο ἀπό τήν Π. καί τήν ΚΔ, ὅσο ἀπό τή ζωή τῶν πατέρων ἀλλά ἀκόμα καί ἀπό τή σημερινή ἐποχή. Κυρίως, ὅμως, ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ φαίνεται στό ἔλεος πού ἔδειξε ὁ Θεός στούς Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν σέ τόσα μεγάλα παραπτώματα, μέ μεγαλύτερο τή σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου, μέ τό νά τούς δώσει τήν εὐκαιρία νά ἐπιτύχουν τήν ἄφεση τῶν ἀναρίθμητων ἐγκλημάτων τους[cxcvii]. Ἡ φιλευσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ κύριος παράγοντας γιά τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο καταρτίστηκε ἀπό τόν Θεό μέχρι τήν τελευταία καί τήν παραμικρή λεπτομέρεια.
Ἡ προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό[cxcviii] δημιουργεῖ στόν πρῶτο ὑψηλό συναίσθημα χαρᾶς καί εὐεξίας, γιατί ἡ φύση τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων[cxcix] βρίσκεται «ἐν ἀκαταλήκτους θυμηδίας», σέ τέλεια καί άκατάπαυστη χαρά[cc]. Τό λογικό ὄν, νιώθει τή μικρότητά του σέ σχέση μέ τόν Θεό, «τὸν ἕνα καὶ φύσει ἀληθῶς Θεόν»[cci]. Ἡ ἀπόλυτη ὑπεροχή τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ κόσμου καθιστᾶ τή γνώση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀδύνατη χωρίς τήν ἀποκαλυπτική ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Τρισυπόστατου Ἡλίου.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, παρατηρώντας τήν κίνηση τῶν οὐρανίων σωμάτων καί μελετώντας τά φυσικά φαινόμενα, νά διαπιστώσει ὅτι ὅλα εἶναι κατασκευασμένα ἀπό μία ἀνώτερη δύναμη, τόν Θεό, καί ὑπακοῦνε στούς νόμους πού Ἐκεῖνος ἔχει θεσπίσει. Τό συμπέρασμα, στό ὁποῖο κάποιος καταλήγει ὕστερα ἀπό τήν παρατήρηση αὐτή, δικαιώνει τά λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα»[ccii]. Κατά συνέπεια γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι ἀῒδιος, σέ ἀντίθεση μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι πέρα καί πάνω ἀπό τό χρόνο, εἶναι «τέλειος» καί «ἀπροσδεής»[cciii].
Ἡ κτίση δέν δημιουργήθηκε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά εἶναι καρπός τῆς ἐνέργειας, τῆς βουλήσεως καί τῆς ἀγάπης Του καί μαρτυρεῖ «τὸ ὑπερτενὲς»[cciv] τῆς δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό τήν ἐλεύθερη δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, «ἐκ δὲ τῆς ἐλευθέρας καὶ πάντων ἀρχούσης οὐσίας»[ccv]. Ὁ Θεός ἦταν ἐλεύθερος νά δημιουργήσει ἤ νά μή δημιουργήσει τόν κόσμο, κάτι πού βασιζόταν ἀποκλειστικά στή βούλησή Του. Ἡ ὑλοποίηση τοῦ κόσμου εἶναι καρπός τῆς ἀπεριόριστης ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι δέ ἀποφάσισε νά δημιουργήσει, τό ἔκανε «καλόν λίαν», γιατί ὁλόκληρη ἡ δημιουργία ἔδειχνε «τὴν ἄμετρον τῆς θείας φύσεως ἀγαθότητα»[ccvi]. Ἀσκεῖ ἐξουσία σέ ὅλα τά κτίσματα, «καὶ δόξαν ἀνῆπται τὴν αὐτῇ τε καὶ μόνῃ πρεπωδεστάτην»[ccvii], καί γνωρίζει ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ Δημιουργός τῶν ὅλων, τίς καρδιές, τά συναισθήματα καί τό βαθύτερο περιεχόμενο τῶν σκέψεων τῶν κτισμάτων[ccviii]. Ἔτσι ἐπιλέγει σέ ποιόν καί ποῦ θά ἀποκαλυφθεῖ καί μέ ποιό τρόπο, ἐνῶ σώζει εὔκολα, ὅποιον πιστεύει σέ Αὐτόν[ccix].
Ἡ θεία φύση «ἀπείραστός ἐστι κακῶν»[ccx] καί ὁ ἴδιος δέν πειράζει κανέναν ἄνθρωπο. Τούς πειρασμούς τούς βάζει ὁ βροτοφάγος δαίμονας, γιά νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους νά πετύχουν νά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό, κερδίζοντας τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, δηλαδή τή σωτηρία τους. Τό Θεῖο ταυτίζεται μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀγαθοῦ, γιατί ὁ μόνος πραγματικά ἀγαθός εἶναι ὁ Θεός, χωρίς ἡ ἰδιότητα αὐτή νά ἐπιδέχεται κάποια μετάπτωση σέ ἀντίθεση μέ τά κτίσματα, τά ὁποία «ἐν ἀλλοιώσει καὶ τροπαῖς καὶ ἀγχίθυρον ἔχοντα τὴν παραφοράν»[ccxi]. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τήν ἀρετή καί ὡς φιλάρετος[ccxii] πού εἶναι ἀνταμείβει πλουσιοπάροχα ὅσους ἀγωνίζονται γιά νά τήν κάνουν κτῆμα τους.
Ἡ θεία φύση εἶναι ἀναμάρτητη, γιατί ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι καί νοεῖται πέρα ἀπό τά ἁμαρτήματα[ccxiii]. Ἄλλωστε εἶναι φύσει ἅγια[ccxiv]. Ἐπειδή τώρα ἡ θεία φύση εἶναι ἀναμάρτητη, ἀγαπᾶ ὅσους ἀγωνίζονται κατά τῆς ἁμαρτίας καί στεφανώνει μέ χαρίσματα τούς ἀνθρώπους πού φτάνουν ἤ προσπαθοῦν να φτάσουν στήν ἁγιότητα, τά ὁποῖα πέμπονται «ὡς Πατρός δι᾽ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, ἐκ τῆς μιᾶς θεότητος»[ccxv]. Δίνει, λοιπόν, τή συγκατάθεσή Του γιά τήν πραγματοποίηση τῶν αἰτημάτων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν ἐξαίρετο τρόπο ζωῆς κατά Θεόν, ὅταν αὐτοί προσεύχονται δακρυσμένοι καί μέ πόνο καρδιάς: «Ἐπιγάννυται δὲ τοῖς ἐννόμως βεβιωκόσιν ὁ τῶν ὅλων Θεὸς, καὶ τοῖς τὸν ἐξαίρετον διασώζουσι βίον κατανεύει ῥᾳδίως, ὅταν ἴδῃ δεδακρυμένους, καὶ πόνον τῇ προσευχῇ συμπλέκοντας»[ccxvi]. Ἐπιπλέον ἡ θεία φύση εἶναι ἀνεπίδεκτη φόβου καί λύπης καί μακριά ἀπό κάθε κατηγορία γιά δειλία[ccxvii].
Συνοπτικά εἴδαμε ὅτι ὁ Κύριλλος ἀρχικά σημειώνει τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ἀναφερθεῖ μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια στή θεία φύση. Κάθε σκέψη καί λόγος τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό ὑστερεῖ κατά πολύ σέ σύγκριση μέ ἐκεῖνα πού ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Ἐξάλλου εἶναι κοινά ἀποδεκτό στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τό ἀνθρώπινο λεξιλόγιο εἶναι τό μοναδικό μέσο, ἄν καί πεπερασμένο, γιά τήν ἀναφορά μας στόν Θεό. Στό ἔργο τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας γίνεται διάκριση τῶν φυσικῶν ἀπό τά ὑποστατικά ἰδιώματα. Τά πρῶτα εἶναι κοινά καί στά τρία Πρόσωπα τῆς Τριάδος, ἀντίθετα τά ὑποστατικά εἶναι μοναδικά γιά κάθε θεῖο Πρόσωπο. Μέ τόν ὅρο ἰδιώματα ὁρίζονται τά περί τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τό εἶναι τῆς θείας φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ γνώση τοῦ Θεοῦ μετέχοντας στίς ἄκτιστες ἰδιότητες - ἐνέργειες τῆς τριαδικῆς Θεότητας. Μόνο μέσα ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτήσει γνώση γιά τόν Θεό, «τὰ γάρτοι πίστει τετιμημένον βασάνου πάντως ἐλεύθερον»[ccxviii].
Ἐπίσης ὁ ἐπικεφαλής τοῦ πατριαρχείου τῆς Ἀλεξάνδρειας τονίζει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι ἀσώματη. Κατά συνέπεια οἱ ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πού ὑπάρχουν σέ διάφορα βιβλικά χωρία, σκοπό ἔχουν νά δώσουν στόν ἄνθρωπο τήν ἱκανότητα νά ἀντιληφθεῖ τά τοῦ Θεοῦ. Φυσικά αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ τήν ἐπίνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ἀνθρώπινη διανοία. Ἐξαίρεται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί σημειώνεται ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι δημιουργός βουλήσει καί θελήσει ὅλου τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁρατοῦ καί πνευματικοῦ. Ὁ Κύριλλος ἐρειδόμενος στό περιστατικό τοῦ Ἐζεκία μιλάει γιά τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.
Στή συνέχεια ὁ Κύριλλος ὑποστηρίζει ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι αὐτόφωτη, ἀντίθετα ἡ κτιστή φύση εἶναι ἑτερόφωτη, ἀφοῦ λαμβάνει φῶς ἀπό τό Δημιουργό της. Ὁ Θεός, ὅμως, δέν εἶναι μόνο παντοδύναμος ἀλλά καί παντογνώστης. Γνωρίζει τά πάντα, ἀφοῦ γιά τόν Θεό ὅλος ὁ χρόνος εἶναι ἕνα ἑνιαῖο παρόν. Ἡ παντογνωσία τῆς θείας φύσεως δέν ἀποτελεῖ ἀνασταλτικό παράγοντα γιά τήν ἔμπρακτη ἐφαρμογή τῶν ἐλεύθερων ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ τελευταῖος ἔχει ἐλευθερία σκέψεως καί κινήσεων καί εἶναι ὁ μόνος ὑπέυθυνος γιά τό τίμημα τῶν ἐπιλογῶν του. Παράλληλα δηλώνεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπείραστος κακῶν. Ἐπιτρέπει στό σατανᾶ νά εἰσάγει σέ πειρασμούς τόν ἄνθρωπο, χωρίς τήν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἀντοχῆς τοῦ τελευταίου. Ἁπλῶς μέσα ἀπό τόν ἀγώνα του γιά τήν καταπολέμηση τῶν πειρασμῶν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα νά κερδίσει τό στέφανο τῆς ἁγιότητας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οἱ δύο Πατέρες ἀναφέρονται, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, στή διάκριση ἀμέθεκτης θείας οὐσίας καί μεθεκτῶν θείων ἐνεργειῶν - ἰδιοτήτων. Οἱ τελευταῖες ἀποτελοῦν τό μονοπάτι γιά νά γνωρίσουμε τόν Θεό. Ἡ γνώση αὐτή τῆς διακρίσεως ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ οἰκοδομήματος τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς. Ὁ Θεός παρέχει τίς ἐνέργειές Του στούς ἀνθρώπους, χωρίς ὅμως νά μετατίθεται σέ αὐτούς ἡ οὐσία Του, ἀφοῦ ἡ θεία φύση «ἀκράδαντον» ὑπάρχειν[ccxix]. Ἔτσι γνωρίζουμε τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ὄχι ἐκ τῆς οὐσίας Του, ἀλλά ἐξ ὅλων ὅσων εἶναι γύρω ἀπό αὐτήν, δηλαδή τῶν διαφόρων ἰδιοτήτων - ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας Τριάδος[ccxx].
Μέσα στό ἔργο καί τῶν δύο Πατέρων σημειώνεται ὅτι ἡ Θεία Φύση μέσα ἀπό τίς ἰδιότητές της παρουσιάζεται ὡς ὁ Δημιουργός τῶν ὄντων, ἡ ζωοποιός δύναμις τοῦ σύμπαντος, τό Φῶς πού φωτίζει ὅσους ζοῦν ἐν Χριστῷ, ἡ ἀπόλυτη Ἀγάπη καί Ἀρετή καί τό ἀπόλυτο Ἀγαθό. Ἐπισημαίνεται ἡ ἀμέτρητη ὑπεροχή τοῦ Δημιουργοῦ ἔναντι τῆς δημιουργίας Αὐτοῦ, ἐνῶ τό ἀπύθμενο βάθος τῆς μεταξύ αὐτῶν ὀντολογικῆς διαφορᾶς ὀφείλεται στό ἀνόμοιο καί στό ἀσύγκριτο τῆς οὐσίας τῆς Ἁγίας Τριάδος πρός τήν οὐσία τῶν κτιστῶν ὄντων καί πραγμάτων[ccxxi].
Οἱ πολλές ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως δέν τεμαχίζουν ἤ κατακερματίζουν τήν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας, ἡ ὁποία εἶναι ἁπλή καί ἀσύνθετη. Ἐν κατακλείδι ὁ Θεός τυγχάνει νά εἶναι προσιτός ὡς πρός τίς ἐνέργειές Του, ἀπρόσιτος ὡς πρός τήν οὐσία Του, καταληπτός καί συγχρόνως ἀκατάληπτος, βιωτός καί μαζί ἀβίωτος, μεθεκτός καί ἀμέθεκτος, φιλεύσπλαχνος ἀλλά καί αὐστηρός κριτής πού τιμωρεῖ τόν ἀμετανόητα ἁμαρτάνοντα καί λυτρώνει τό μετανοοῦντα[ccxxii].
Καί οἱ δύο Πατέρες ἀναφέρονται ἐκτενῶς καί διεξοδικά στίς ἰδιότητες τῆς θείας φύσεως. Πρέπει, ὅμως, νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ κάθε Πατήρ τίς ἐξετάζει καί τίς ἀναφέρει γιά τήν ἐπίτευξη διαφορετικοῦ στόχου. Ἔτσι ὁ Ἰσίδωρος, ἀναφερόμενος στίς θεῖες ἰδιότητες, βρίσκει ἀφορμή νά «διαπαιδαγωγήσει» ἐν Θεῷ τούς παραλῆπτες τῶν ἐπιστολῶν του. Ταυτόχρονα ὁ Κύριλλος τίς ἀναφέρει γιά μιλήσει πιό ἐμπεριστατωμένα γιά τά διάφορα δογματικά ζητήματα πού εἶχαν προκύψει ἀπό τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας ἕως τίς ἡμέρες του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Πηγές.
  • Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολαί I-III, PG 78, 177Α–1645C.
  • Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολαί IV- V, P. Évieux, Lettres, SC 422(1997), 454(2000) (=PG 78, 1214A–1645C).
  • Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι-XVII, PG 68, 133A-1125D. 
  • Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Γένεσιν, Α΄-Ζ΄, PG 69, 13A–385Α. 
  • Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Ἔξοδον, Α΄-Γ΄, PG 69, 385Β-537D. 
  • Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 540Α-589Β. 
  • Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τούς Ἀριθμούς, PG 69, 589C-641A. 
  • Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Δευτερονόμιον, PG 69, 643Α-677C. 
  • Τοῦ ἰδίου, Ὑπομνήματα εἰς τάς βίβλους Βασιλειῶν, Α΄-Ε΄, PG 69, 680Α-697Α. 
  • Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 717Α-1273Α. 
  • Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Ἐξόδῳ, PG 69, 1273Β. 
  • Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Δευτερονομίῳ, PG 69, 1273Β-1276Β. 
  • Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Ἄννας μητρός Σαμουήλ ἐν Βασιλειῶν Πρώτῳ, PG 69, 1276C. 
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Παροιμίας, PG 69, 1277Α. 
  • Τοῦ ἰδίου, Εἰς τό ᾎσμα ᾀσμάτων, PG 69, 1277Β -1293Α. 
  • Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τόν προφήτην Ἠσαῒαν, I-V,  
PG 70, 9Α-1449C. 
  • Τοῦ ἰδίου, Ἀποσπάσματα εἰς τούς Ἱερεμίαν, Βαρούχ, Ἐζεκιήλ καί Δανιήλ προφήτας, 70, 1452Α-1461Β. 
  • Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τούς 12 προφήτας, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in xii prophetas, I-II vols., Bruxelles 19652 (=PG 71, 9A-1061C καί 72, 9A-364D). 
  • Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον, J. Reuss, Matthäus-Kommentare aus der griechischen Kirche, [Texte und Untersuchungen 61], Berlin 1957, σσ. 153-269 (=PG 72, 365Α-472C).
  • Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Α΄-ΚΔ΄, PG 72, 476Α-949C.
  • Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, Ι-ΧΙΙ. Pusey: Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιον, Ι-ΧΙΙ, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, I-III vols, Bruxelles 19652 (=PG 73, 9A-1056A καί 74, 9A-756C).
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Brussels 19652, σσ. 441-451 (=PG 74, 757A-773Α).
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 173-248 (=PG 74, 773Β-856Β).
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κορινθίους ἐπιστολήν Α΄ καί Β΄, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 249-360 (=PG 74, 856Β-952Α).
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολήν, PG74, 952Β.
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολήν, PG74, 952C.
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 362-423 (=PG 74, 953Α-1005C).
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς Καθολικάς ἐπιστολάς Ἰακώβου, Πέτρου καί Ἰωάννου, PG 74, 1008Α-1024Β.
  • Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς ἐπιστολήν Ἰούδα, PG 74, 1024C.
  • Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός: τοῦ ἰδίου, Ἡ Βίβλος τῶν Θησαυρῶν περί τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄ - ΛΔ΄, PG 75, 24Α-656D.
  • Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄-Ζ΄, G.M. de Durand, SC 231(1976), 237(1977), 246(1978) (=PG 75, 657Α-1124C).
  • Τοῦ ἰδίου, Τά ἐγκείμενα τῷ λόγῳ τῷ περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μετά προσθήκης ἑτέρων ἐννοιῶν, PG 75, 1124D-1145C.
  • Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας καί ζωοποιοῦ Τριάδος, Α΄-ΚΗ΄, PG 75, 1148Α-1189Α.
  • Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, G.M. de Durand, Cyrille dAlexandrie, Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1189B – 1253B).
  • Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, G.M. de Durand, Cyrille dAlexandrie. Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1253C–1361C).  
  • Τοῦ ἰδίου, (Σχόλια) Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, Ι – XXXV, PG 75, 1369A-1412C. 
  • Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πατρός, (νόθο), ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 3-6 (=PG 75, 1413A-1420A). 
  • Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, Α΄-ΛΕ΄, PG 75, 1420Β-1477Β. 
  • Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν: Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Α΄-Ζ΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 13-106 (=PG 76, 9A-248A). 
  • Τοῦ ἰδίου, Διάλεξις πρός Νεστόριον. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος καί οὐ Χριστοτόκος, (νόθο), PG 76, 249A-2256A. 
  • Τοῦ ἰδίου, Λόγος. Κατά τῶν μή βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 19-32 (=PG 76, 256Β-292A). 
  • Τοῦ ἰδίου, Ἐπίλυσις τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων, ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 15-25 (=PG 76, 293A-312D). 
  • Τοῦ ἰδίου, Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων: Τοῦ ἰδίου, Πρός τούς τολμῶντας συνηγορεῖν τοῖς Νεστορίου δόγμασιν ὡς ὀρθῶς ἔχουσι. Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν δώδεκα κεφαλαίων πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 33-65 (=PG 76, 316A-385Α). 
  • Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον: τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον, πρός τήν παρά Θεοδωρήτου κατά τῶν δώδεκα κεφαλαίων ἀντίρρησιν, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 110-146 (=PG 76, 385Β-452C). 
2. Βοηθήματα. 

¨                             Βλάχου, Θρησκεία καί Ἐκκλησία: Βλάχου, Ἱ., μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν Κοινωνία, Λειβαδιά 2006.
¨                             Brideux, A., Le Stoicisme et son influence, Paris 1961.
¨Brown, R., The Gospel according to John, vols. I, ΙΙ, New York 1966, 1970.
¨               Dratsellas, C., The Soteriology of St. Cyril of Alexandria, Edinburgh 1967. 
¨               Τοῦ ἰδίου, «Questions on the Soteriological teaching of the Greek Fathers», Θεολογία 39 (1968) 190-226.
¨               Τοῦ ἰδίου, «Questions on the Soteriological teaching of the Greek Fathers, with special reference to St. Cyril of Alexandria», Θεολογία 38 (1967) 579-608, 39(1968) 195-230, 394-424, 621.
¨               Τοῦ ἰδίου, Man in his Original State and in the State of Sin according to St. Cyril of Alexandria, Athens 1971.
¨               Τοῦ ἰδίου, «Questions on Christology of St. Cyril of Alexandria», Abba Salama, VI (1975) 203-232.
¨               Évieux, P., «Isidore de Piluse, itat des recherches», RSR 64 (1976) 321-340.
¨               Τοῦ ἰδίου, Isidore de Péluse, TH 99, Paris 1995.
¨               Τοῦ ἰδίου, Βυζάντιο, Ἀθῆναι 19913.
¨     Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄: Φειδᾶ, Βλ. Ἰω., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 1992.
¨               Φούσκα, Ἰσίδωρος: Φούσκα, Κ. Μ., πρωτοπρ., Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης. Μέ εἰδική ἀναφορά στή χρήση καί ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθήνα 1994.
¨               Γαλάνη, Ἰω., «Οἱ ἑρμηνευτικές ἀρχές τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 73-85.
¨               Γεωργοπούλου, Β., πρωτοπρεσβ., Ἡ περί Σωτηρίας τοῦ Ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2006.
¨               Χαλκίτη, Ἰω., Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ὡς ἑρμηνευτής τῆς Καινῆς Διαθήκης, δ.δ. Θεσσαλονίκη 1998.
¨               Κρικώνη, Χ., Ἡ Ἐκκλησία αὐθεντικός ἑρμηνευτής τῆς ἐν Χριστῷ θείας Ἀποκαλύψεως, Θεσσαλονίκη 1993.
¨               Τοῦ ἰδίου, Θέματα Ἱστορίας Δογμάτων, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994. 
¨               Τοῦ ἰδίου, «Τό Ἅγιο Πνεῦμα στά κοινά ἐκκλησιολογικά κείμενα τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν», ΕΕΘΣΑΠΘ 6 (1999) 10-25. 
¨               Τοῦ ἰδίου, «Ἡ ἀληθής ἔννοια τῆς φράσεως «μία φύσις ἤ ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη»», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας», Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 357-391. 
¨Ματσούκα, Ν. Ἀ., Γένεσις καί οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, Θεσσαλονίκη 1969.
¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄. Εἰσαγωγή στή θεολογική γνωσιολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -2], Θεσσαλονίκη 1996.
¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄. Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -3], Θεσσαλονίκη 2001.
¨Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη-34], Θεσσαλονίκη 1997.
¨Τοῦ ἰδίου, Οἰκουμενική Θεολογία: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Ἔκθεση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Προϋποθέσεις ἑνός Oἰκουμενικοῦ διαλόγου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -55], Θεσσαλονίκη 2005. 
¨               Παπαδοπούλου, Ν. Μ., Ὑπόμνημα εἰς τό Βιβλίον τοῦ Μιχαίου. Εἰσαγωγή -κείμενον - ἑρμηνεία, Ἀθῆναι 1975.
¨               Παπαδοπούλου, Πατέρες: Παπαδοπούλου, Σ. Γ., Πατέρες, Αὔξησις τῆς Ἐκκλησίας, Ἅγιο Πνεῦμα, Ἀθῆναι 1970.
¨               Τοῦ ἰδίου, Πατρολογία Α΄. Εἰσαγωγή Β΄ καί Γ΄ αἰώνας Ἀθήνα 1991.
¨               Τοῦ ἰδίου, Πατρολογία Β΄. Ὁ τέταρτος αἰώνας. Ἀνατολή καί Δύση, ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1990.
¨               Τοῦ ἰδίου, «Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θεολογεῖ ἑρμηνεύοντας καί ἑρμηνεύει θεολογώντας», Θεολογία 74 (2003) 465-523.
¨               Παπαδοπούλου, Κύριλλος: τοῦ ἰδίου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀθήνα 2004.
¨               Παπαδοπούλου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος: Παπαδοπούλου, Χρ., Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933.
¨               Παπαρνάκη, Ἀ. Ἑρμηνεία κειμένων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατά τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2009.
¨               Raya, J., The Face of God – an Introduction to Eastern Spirituality, Denville-New York 1976. 
¨               Ritter, A. M., «Isidore de Péluse», DSp 7 (1956) 2097-2103.
¨               Ρωμανίδη, Ἰω., πρωτοπρ., Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957.
¨               Στογιαννίδη, Ἀ. Β., Φιλοσοφία τῆς παιδείας καί Χριστιανισμός, ἐκδ. οἶκος Ἀφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη χ.χ. 
¨               Στογιάννου, Β., Ἡ περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 1971, ἀνάτυπο ἀπό τόν τόμο «Τό Ἅγιο Πνεῦμα» τοῦ Σεμιναρίου Θεολόγων Θεσσαλονίκης.
¨               Στυλίου, Ὁ κρυμμένος Θεός: Στυλίου, Εὐθ., μητρ. Ἀχελώου, Ὁ κρυμμένος Θεός, Ἀθήνα 2005.
¨               Θεοδώρου, Ἀ., «Ἡ περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Ἐπιφανίου Κύπρου», Θεολογία 44 (1973) 561-582, 45 (1974) 80-101, 478-510. 
¨               Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 19904. 
¨               Τσάκωνα, Β., Ἡ Χριστολογία τοῦ κατά Ἰωάννην εὐαγγελίου, Ἀθῆναι 1969. 
¨               Τσάκωνα, Ἡ περί Παρακλήτου διδασκαλία: Τσάκωνα, Β., Ἡ περί Παρακλήτου - Πνεύματος διδασκαλία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (ὑπό τό πρῖσμα τῆς καθόλου Βιβλικῆς Πνευματολογίας), ἐν Ἀθήναις 1994. 
¨               Ware, K., ἐπισκ. Διοκλείας, ἐντός ἡμῶν Βασιλεία, μτφρ. Ἰ. Ροηλίδη, Ἀθήνα 1994.
¨               Ζήση, Θ. Ν., «Ἡ σημασία τῆς ὀρθοδόξου Πνευματολογίας», Χαριστεῖον Σεραφείμ Τίκᾳ, Ἀρχιεπισκόπῳ Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 490-530.
¨               Τοῦ ἰδίου, Χριστιανική Ἠθική Β΄ (Ὁ καινός ἄνθρωπος), Θεσσαλονίκη 1987.
¨               Ζηζούλια, Ἰω., μητρ. Περγάμου, «Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ μητρ. Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 287-323.




  • [i] Κ. Κωστοπούλου, ἀρχιμ., Θεολογικές καί φιλοσοφικές προσεγγίσεις, Πάτρα 2006, σ. 26.
  • [ii] Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική Β΄, σ. 105.
  • [iii] Βλ. Ν. Ξιώνη, Προλεγόμενα θεολογικῆς Ἀνθρωπολογίας, σ. 131 κ.ἑ. Συναφῶς βλ. Χρυσ. Σταμούλη, Προσωπικές ἤ Φυσικές ἐνέργειες, Θεσσαλονίκη 1999. 
  • [iv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΜΘ΄ – Εὐτονίῳ Διακόνῳ, PG 78, 841B.
  • [v] Αὐτόθι.
  • [vi] Αὐτόθι.
  • [vii]Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΙΗ΄ - Ἀγάθῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 744C.
  • [viii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΝΘ΄ - Ἰακώβῳ Ἀναγνώστῃ, PG 78, 1541C, 1544Α: «Ἡ θεία καὶ ἀκήρατος καὶ ἀήττητος δεξιὰ ἀναλλοίωτός ἐστι καὶ ἀεὶ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἔχει, οὔτε προκοπὴν ἐπιδεχομένη τὴν ἐπὶ τὸ κρεῖττον (ἀκροτάτη γάρ ἐστιν ἀρετή), οὔτε μεταβολὴν τὴν ἐπί χείρω (οὐ γάρ οἷόν τε), μεταβάλλει δὲ καὶ ἀλλοιοῖ τὰ βελτιώσεως δεόμενα … οὐχ ἣν ἀλλοιοῦται (ἀναλλοίωτος γάρ ἐστι καὶ πάσης μεταβολῆς κρείττων· «Ἴδετε», γάρ φησιν, «ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι»), ἀλλὰ ἣν ἀλλοιοῖ καὶ μεταβάλλει καὶ βελτιοῖ καὶ εἰς ἀμείνονα κατάστασιν ἄγει τοὺς ταύτης δεομένους». Πρβλ. Μαλαχ. 3,6.
  • [ix] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΚΔ΄ - Αἰγυπτίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1197Β.
  • [x] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΠΓ΄ - Παύλῳ Διακόνῳ, PG 78, 1276Α.
  • [xi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΣΜΗ΄ - Δρακοντίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 333Α.
  • [xii] Αὐτόθι.
  • [xiii] Αὐτόθι.
  • [xiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΞΓ΄ - Θεοπόμπῳ, PG 78, 772D.
  • [xv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΙΔ΄ - Λαμπετίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 893C:«Θεοπρεπῶς καὶ μεγαλοφυῶς, μᾶλλον δὲ ὑπερφυῶς χρὴ τὸν νοῦν περὶ τῆς θείας οὐσίας τε καὶ αὐθεντίας λογιζόμενον, εὐσεβῶς καὶ χρησίμως καὶ ὡς ἐνδέχεται τὰ δυσθήρατα καὶ δύσφραστα, μᾶλλον δὲ ἄφραστα τοῖς ἀκούουσι διὰ τῆς γλώττης, εἰ χρεία καλέσει, φράζειν, διισχυριζόμενον ἐκ τῶν τῆς Προνοίας ἔργων, ὅτι ἔστιν, οὐ τί ἐστι πολυπραγμονοῦντα. Τὸ μὲν γὰρ ἐφικτόν καὶ ἁλώσιμον, τὸ δὲ ἀνέφικτον καὶ ἀθήρατον». Πρβλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ Β΄, PG 48, 714AB: «Ἐτίμησέ σε ὁ Θεὸς οὐχ ἵνα αὐτὸν ὑβρίζῃς, ἀλλ̉ ἵνα δοξάζῃς· ὑβρίζει δὲ ὁ τὴν οὐσίαν αὐτοῦ περιεργαζόμενος. Εἰ γὰρ τὸ μὴ περιεργάζεσθαι τὰς ἐπαγγελίας αὐτοῦ δοξάζειν αὐτόν ἐστι, τὸ πολυπραγμονεῖν καὶ διερευνᾶσθαι οὐχὶ τὰς ἀποφάσεις μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν ἀποφηνάμενον ἀτιμάζειν ἐστίν».
  • [xvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙ, Σ±Θ ΄- Θεοδοσίῳ Σχολαστικῷ, PG 78, 725D.
  • [xvii] Αὐτόθι.
  • [xviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΗ΄ - Κασίῳ Πολιτευομένῳ, PG 78, 853B. Πρβλ. Ἠσ. 29,13 καί Ματθ. 15, 8-9.
  • [xix] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, Β΄ - Δωροθέῳ Μοναχῷ, PG 78, 181A. Πρβλ. Ἑβρ. 12,29 καί Δευτ. 4,24.
  • [xx] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ±Θ΄ - Γελασίῳ Δοῦκι, PG 78, 249C.
  • [xxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΖ΄ - Θεοδοσίῳ, PG 78, 1173A. Πρβλ. Ψαλμ. 103, 32.
  • [xxii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. V , ΦϚ΄ - Ἀλυπίῳ, PG 78, 1617B.
  • [xxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380Α. Πρβλ. Ὠσηέ 13,4.
  • [xxiv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380Α. Πρβλ. Ψαλμ. 148, 4.
  • [xxv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380ΑΒ. Πρβλ. Ἰώβ 38,9.
  • [xxvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΘ΄ - Ὠφελίῳ Γραμματικῷ, PG 78, 560Β.
  • [xxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Ε΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 804Α.
  • [xxviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΕ΄ - Δωροθέῳ, PG 78, 556C.
  • [xxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΗ΄ - Πέτρῳ Μονάζοντι, PG 78, 889CD.
  • [xxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Ε΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 804Α. Πρβλ. Ματθ. 5,48.
  • [xxxi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Ε΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 801C. Πρβλ. Ψαλμ. 8, 6-7. 
  • [xxxii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Ε΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 801C. Πρβλ. Γεν. 1,26.
  • [xxxiii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ΙΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 192A.
  • [xxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΠΖ΄ - Αἰγυπτίῳ Πρεσβυτέρῳ, SC 454, 1282 (=PG 78, 1444C).
  • [xxxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993C. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΝΓ΄ - Συμφόρῳ, PG 78, 384Β. Πρβλ. Ἰω. 5,19. 
  • [xxxvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993D. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΝΓ΄ - Συμφόρῳ, PG 78, 384ΒC.
  • [xxxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993D.
  • [xxxviii] Αὐτόθι, PG 78, 993D, 996Α.
  • [xxxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, Δ΄ - Ζωσίμῳ, PG 78, 1052C.
  • [xl] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΝΑ΄ - Νείλῳ, SC 422, 3508-11 (=PG 78, 1236D). Πρβλ. Ψαλμ. 112, 5-6. Δαν. 3,55.
  • [xli] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, Ρ±Z΄ - Κύρῳ, PG 78, 309A.
  • [xlii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΣΤ΄ - Ἐπιμάχῳ Ἀναγνώστῃ, SC 454, 3903-4 (=PG 78, 1053C).
  • [xliii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΚΗ΄ - Ζωσίμῳ Πρεσβυτέρῳ, Ἀνατολίῳ καί Μαρῶνι Διακόνοις, PG 78, 476AB. Πρβλ. Λουκ. 18, 11-12.
  • [xliv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΞΖ΄ - Νείλῳ, PG 78, 1260B: «Τοὺς Βαβυλωνίους τότε ὠφρυωμένους ἐπὶ τοῖς πολεμικοῖς πλεονεκτήμασι, καὶ ἐπηρμένους ἐπὶ τοῖς τροπαίοις, καὶ ἐναβρυνομένους ἐπὶ τῇ προρρήσει, κατέπληξε τὸ Θεῖον, παῖδας αἰχμαλώτους, οὐ σοφωτέρους αὐτῶν κατά σύγκρισιν (ἐπὶ τῶν ὁμογενῶν ἡ σύγκρισις), ἀλλά σοφωτάτους ἀποφῆναν».
  • [xlv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΙΕ΄ - Πέτρῳ, PG 78, 189Β.
  • [xlvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΚϚ΄ - Ἰσιδώρῳ, PG 78, 1204B.
  • [xlvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΙΗ΄ - Ἀγάθῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 744D, 745A. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΞΓ΄ - Θεοπόμπῳ, PG 78, 772D.
  • [xlviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΠΖ΄ - Αἰγυπτίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1444C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΚΔ΄ - Αἰγυπτίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1197B.
  • [xlix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΙΗ΄ - Ἀγάθῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 745A. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΞΓ΄ - Θεοπόμπῳ, PG 78, 772D.
  • [l] Αὐτόθι.
  • [li] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΖ΄ - Θεοφίλῳ, PG 78, 557C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΥΛΕ΄ - Ἀγαθοδαίμονι, PG 78, 421C.
  • [lii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΡΙϚ΄ - Εὐτονίῳ Διακόνῳ, SC 454, 1828 (=PG 78, 1189C).
  • [liii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Σ±Ε΄ - Χαιρήμονι, Ζωσίμῳ, Μαρῶνι, PG 78, 969D.
  • [liv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΛΑ΄ - Παύλῳ Πρεσβυτέρῳ Ἀναχωρητῇ, SC 422, 47633-37 (=PG 78, 1401ΑΒ). Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, Ρ±Θ΄ - Ἑρμογένει Ἐπισκόπῳ, PG 78, 644C. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΡΟΖ΄ - Εὐσεβίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 297C καί Ἐπιστ. Ι, ΡΟΗ΄ - Ρουφίνῳ, PG 78, 300A.
  • [lv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΛΓ΄ - Παύλῳ, PG 78, 753C.
  • [lvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΜΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 1097C.
  • [lvii] Αὐτόθι.
  • [lviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΚϚ΄ - Πολυχρονίῳ, SC 422, 23020-21 (=PG 78, 1340D). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΜΖ΄ - Εὐτονίῳ Διακόνῳ, SC 422, 2747-10 (=PG 78, 1353C).
  • [lix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΞΗ΄ - Εὐτονίῳ Διακόνῳ, PG 78, 860A.
  • [lx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΝΖ΄ - Ἠσαΐα, PG 78, 1013CD. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΛΗ΄ - Ζωσίμῳ, PG 78, 481B.
  • [lxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΛ΄ - Ἰακώβῳ Ἀναγνώστῃ, SC 454, 2024-5(=PG 78, 1472C).
  • [lxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Σ±Ε΄ - Χαιρήμονι, Ζωσίμῳ, Μαρῶνι, PG 78, 969D. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΟϚ΄ - Μαρτινιανῷ, Ζωσίμῳ, Μαρῶνι, Εὐσταθίῳ, PG 78, 1604A.
  • [lxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΞ΄ - Μαρτινιανῷ, Ζωσίμῳ, Εὐσταθίῳ, SC 454, 2621-3 (=PG 78, 1488C). Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΚ΄ - Εὐτονίῳ Διακόνῳ, SC 454, 4001-10 (=PG 78, 1521B). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΟ΄ - Ἑρμίνῳ Κόμητι, PG 78, 1600C.
  • [lxiv]Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΠΖ΄ - Ἠσαῒᾳ, SC 422, 3904-13 (=PG 78, 1376D, 1377A):«Οὐ γάρ εἰς τέλος οἴσει καταφρονούμενος ὁ Κριτής, ἀλλ᾽ ἐποίσει τὴν χεῖρα τὴν κραταιάν. Διὸ καὶ προμηνύει καί προαπολογεῖται, ὡς οὐκ ἄκριτος αὐτοῦ ἡ ψῆφος κατά τῶν ὑπευθύνων φέρεται. «Τί», γάρ φησι, «ἐσιώπησα; Μὴ καὶ ἀεὶ σιωπήσομαι καὶ ἀνέξομαι; Ἐκστήσω καὶ ξηρανῶ ἅμα». (Ἠσ. 42,14) Μονονουχὶ λέγων· εἰ μέν γνωσιμαχήσετε, ὅπερ προείρηκα, εἰ δὲ ἐπιμείνοιτε, τό γε ἡμέτερον ἔξω αἰτίας. ‘Υμεῖς γὰρ τὴν τιμωρίαν καθ᾽ ἑαυτῶν ἐλθεῖν ἐξεβιάσασθε». Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΛϚ΄ - Ἱέρακι Διακόνῳ, SC 422, 4845-8(=PG 78, 1404D, 1405A). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΝϚ΄ - Ἑρμίνῳ, Δωροθέῳ, Ἱέρακι λαμπροτάτοις, PG 78, 1541A. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΟ΄ - Ἑρμίνῳ Κόμητι, PG 78, 1600C. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΣΞΑ΄ - Ζωσίμῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 693C. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, Ϛ΄ - Οὐρσενουφίῳ, PG 78, 184B.
  • [lxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΣΚΒ΄ - Λαμπετίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 661CD. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, Ρ±΄ - Ἠσαῒᾳ Στρατιώτῃ, PG 78, 639C: «Μὴ ἡ εὐημερία… ἡ ἐκ τῆς θείας μακροθυμίας σοι συγχωρηθεῖσα, ἐκφοιτᾷν σε τοῦ πρέποντος παρασκευαζέτω, μήτε μὴν τῶν τῆς φύσεως ἐξακοντιζέτω ὅρων…ἵνα μή, ὑπερόρια πταίσας, ὑπερορίους ἀπαιτηθείης καὶ τὰς δίκας». Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Σ±Ϛ΄ - Ἀγάθωνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 972B. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΝΖ΄ - Ἑρμίνῳ, Δωροθέῳ, Ἱέρακι λαμπροτάτοις, PG 78, 1541AB.
  • [lxvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΞ΄ - Νείλῳ, PG 78, 613D. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΦΜΘ΄ - Ἠσαῒᾳ, PG 78, 1633C: «Μὴ ἡ θεία μακροθυμία ἐπιτριβέτω σε εἰς κακίαν, ἀλλ᾽ εἰς ἀρετὴν παρακαλείτω. Ἀτοπώτατον γὰρ τὸ διὰ τῶν ἀγαθῶν βλάπτεσθαι, ἀγαθὸν δὲ ἡ μακροθυμία, ἔλεον μὲν τοῖς μετανοοῦσι, κρίσιν δὲ τοῖς ἀμετανοήτοις ὠδίνουσα». Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΞ΄ - Μαρτινιανῷ, Ζωσίμῳ, Εὐσταθίῳ, SC 454, 2625-8 (=PG 78, 1488BC). Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΦΚϚ΄ - Παλλαδίῳ, Σερήνῳ Διακόνοις, PG 78, 1624D, 1625A. 
  • [lxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Συναφῶς τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΞ΄ - Ἀγάθῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 856B: «Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, εἰ πειρασμοῖς περιπέσοιμεν, μὴ τῆς θείας μακροθυμίας καταβοῶμεν, ἀλλ᾽ ἀντεχώμεθα μᾶλλον αὐτῆς, τῆς καὶ πόρους ἐν ἀπόροις καὶ μηχανὰς ἐν ἀμηχάνοις εὑρισκούσης».
  • [lxviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΖ΄ - Εὐαγγέλῳ, SC 454, 3744-5 (=PG 78, 1516A).
  • [lxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΞ΄ - Νείλῳ, PG 78, 613D. Πρβλ. Ρωμ. 2,6. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, Δ΄ - Τιμοθέῳ Ἀναγνώστῃ, PG 78, 181B.
  • [lxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΞ΄ - Μαρτινιανῷ, Ζωσίμῳ, Εὐσταθίῳ, SC 454, 2628-9 (=PG 78, 1488C).
  • [lxxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ±Α΄ - Μαρκιανῷ Πρεσβυτέρῳ, SC 422, 39818-19 (=PG 78, 1380Α).
  • [lxxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΚΘ΄ - Ἰακώβῳ Ἀναγνώστῃ, SC 454, 2003-5(=PG 78, 1472B): «…στέφανον στεφάνῳ χαρίζεται, τὴν ἀκίβδηλον ἀρετὴν τῇ τῶν οὐρανῶν βασιλείᾳ κοσμοῦσα».
  • [lxxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΥΙΔ΄ - Παλλαδίῳ Διακόνῳ, PG 78, 412D.
  • [lxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΙΘ΄ - Οὐρσενουφίῳ Ἀναγνώστῃ, PG 78, 901D, 903A. Πρβλ. B΄ Βασ. 24,2 ἑ. Συναφῶς πρβλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΟΘ΄ - Στρατηγίῳ Σχολαστικῷ, PG 78, 632B.
  • [lxxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΟΗ΄ - Ἀρσενουφίῳ Ἀναγνώστῃ, SC 454, 27273-74(=PG 78, 1140D). Πρβλ. Γέν. 40, 2 ἑξ.
  • [lxxvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙV, ΚϚ΄ - Ἰσιδώρῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1077C.
  • [lxxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, Β΄ - Εὐσταθίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 456B.
  • [lxxviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΙΣΤ΄ - Ἐλισσαίῳ Μοναχῷ, PG 78, 743Α.
  • [lxxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΛΕ΄ - Ἰσιδώρῳ Ἐπισκόπῳ, SC 454, 4261-5 (=PG 78, 1529C).
  • [lxxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΣΚΒ΄ - Ἀνεπίγραφος, PG 78, 1317A.
  • [lxxxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΚΒ΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 745CD.
  • [lxxxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΛΒ΄ - Ἠσαῒᾳ Στρατιώτῃ, PG 78, 753Β.
  • [lxxxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΣΓ΄ – Λεοντίῳ Ἐπισκόπῳ, SC 454, 27824(=PG 78, 1289C).
  • [lxxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΜΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 1097C.
  • [lxxxv] Αὐτόθι. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΞΗ΄ - Ἠσαῒᾳ, PG 78, 1548C: «Μέγας καὶ ὀξυδερκής καὶ ἀκοίμητος ὁ τῆς θείας δίκης ἐστὶν ὀφθαλμός, καὶ οὐ μόνον τὰ ἐν φανερῷ δρώμενα ἐφορᾷ, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν παραβύστῳ τολμώμενα ἀνιχνεύει καὶ τὰ τῆς καρδίας κινήματα καταλαμβάνει». 
  • [lxxxvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993C. Πρβλ. Ἑβρ. 6,18.
  • [lxxxvii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΛΕ΄ - Ἰσχυριῶνι Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 993C.
  • [lxxxviii] Αὐτόθι.
  • [lxxxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΖ΄ - Θεοφίλῳ, PG 78, 557D.
  • [xc] Αὐτόθι.
  • [xci] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Σ±Θ΄ - Θεῶνι Ἐπισκόπῳ, PG 78, 973A.
  • [xcii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΣΜ΄ - Κυρηνίῳ, PG 78, 329Β.
  • [xciii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, OA΄ - Κασιανῷ, PG 78, 1129B.
  • [xciv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΙΖ΄ - Θεοφίλῳ, PG 78, 557C.
  • [xcv] Αὐτόθι, 557D.
  • [xcvi] Αὐτόθι.
  • [xcvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΠΗ΄ - Καπιτωλίνῳ, PG 78, 401Β.
  • [xcviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380Β. Πρβλ. Ματθ. 5,45.
  • [xcix] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. Ι, ΣΜ΄ - Κυρηνίῳ, PG 78, 329Β.
  • [c] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΤΜΓ΄ - Σιλουανῷ, PG 78, 380Β.
  • [ci] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΙΖ΄ - Ἰσχυρίωνι, PG 78, 821A.
  • [cii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Γ΄ - Ὠφελείῳ Γραμματικῷ, PG 78, 797BC.
  • [ciii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΙΖ΄ - Ἰσχυρίωνι, PG 78, 821B.
  • [civ] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΜΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 1097C. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Η΄ - Στρατηγίῳ Μοναχῷ, PG 78, 805B. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΙΖ΄ - Ἰσχυρίωνι, PG 78, 821B. Πρβλ. Ψαλμ. 124, 4.
  • [cv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡϚ΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 812B.
  • [cvi] Αὐτόθι.
  • [cvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΤΠΘ΄ - Διογένει Μαγιστριάν, PG 78, 1032A.
  • [cviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΓ΄ - Ἀλφιῷ, PG 78, 845A.
  • [cix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, ΣΜ΄ - Κυρηνίῳ, PG 78, 329Β. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΠΕ΄ - Μαρτινιανῷ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 792B.
  • [cx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΠΕ΄ - Εὐλογίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 528C. Πρβλ. Ἀριθμ. 25, 7ἑ. Συναφῶς βλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΘ΄ - Ἀετίῳ, PG 78, 856A.
  • [cxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΛΒ΄ - Σερήνῳ Διακόνῳ, PG 78, 5180C
  • [cxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΣΙΖ΄ - Ἠσαῒᾳ, PG 78, 660C.
  • [cxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, IϚ΄ - Πέτρῳ, PG 78, 1333C.
  • [cxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΞΒ΄ - Ἀθανασίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 616C.
  • [cxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΛΑ΄ - Ἀντιόχῳ, PG 78, 923A.
  • [cxvi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΣΚΒ΄ - Λαμπετίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 661C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΟΘ΄ - Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, SC 454, 1041-3, 1064-7 PG 78, 1432C. Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙ, ΡΞΒ΄ - Ἀθανασίῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 616C.
  • [cxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Πρβλ. Γέν. 6, 5-18. Συναφῶς βλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. V, ΡΚ΄ - Ὑπατίῳ Πολιτευομένῳ, SC 422, 4547 (=PG 78, 1396A). 
  • [cxviii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Πρβλ. Γεν. 19,24-26. Συναφῶς βλ. Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. V, ΡΚ΄ - Ὑπατίῳ Πολιτευομένῳ, SC 422, 4547-8 (=PG 78, 1396A).
  • [cxix] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΛΑ΄ - Ἀντιόχῳ, PG 78, 912C.
  • [cxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΙΕ΄ - Δανιήλ Πρεσβυτέρῳ, SC 454, 1704-8 (=PG 78, 1460C).
  • [cxxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΣΜΔ΄ - Διοσκόρῳ, PG 78,923A. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι, Ρ±Ϛ΄ - Σερηνῷ, PG 78, 312A. 
  • [cxxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΣΙΕ΄ - Δανιήλ Πρεσβυτέρῳ, SC 454, 17010-15 (=PG 78, 1460C).
  • [cxxiii] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΑ΄ - Νειλαμμῶνι, Διακόνῳ Ἰατρῷ, PG 78, 780C. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙV, ΜΖ΄ - Παύλῳ, PG 78, 1097C. 
  • [cxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΞΖ΄ - Θεογνώστῳ Πρεσβυτέρῳ, PG 78, 1548B.
  • [cxxv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΞΗ΄ - Ἠσαΐᾳ, PG 78, 1548C.
  • [cxxvi] Αὐτόθι.
  • [cxxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΞΘ΄ - Παλλαδίῳ Διακόνῳ, PG 78, 1548D, 1549A.
  • [cxxviii] Αὐτόθι.
  • [cxxix] Αὐτόθι.
  • [cxxx] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΤΟΑ΄ - Ἑρμίνῳ καί Ἱέρακι Λαμπροτάτῳ, PG 78, 1549B.
  • [cxxxi] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, Ρ±Ϛ΄ - Ἠσαῒᾳ, PG 78, 881Α.
  • [cxxxii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ±Β΄ - Ὠφελείῳ Γραμματικῷ, PG 78, 797A.
  • [cxxxiii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. Ι ΤΠ΄ - Κλεοβούλῳ Κόμητι, PG 78, 397A.
  • [cxxxiv] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΟΕ΄ - Θεοδοσίῳ Ἐπισκόπῳ, PG 78, 781C. Πρβλ. Ρωμ.12,1.
  • [cxxxv] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΒ΄- Ἰσιδώρῳ Διακόνῳ, PG 78, 844B. Πρβλ. Ἀριθμ. 12,10 ἑ.
  • [cxxxvi] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΝΔ΄ - Ἀρποκρᾷ Σοφιστῇ, PG 78, 849B.
  • [cxxxvii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΡΠϚ΄ - Ἑλλήνων Παισί, SC 454, 12064-73 (PG 78, 1440C).
  • [cxxxviii] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΥΝΔ΄ - Ἀγαθοδαίμονι Γραμματικῷ, PG 78, 1592A.
  • [cxxxix] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΟ΄ - Πέτρῳ, PG 78, 861C. Πρβλ. Ψαλμ. 103,27.
  • [cxl] Ἰσιδώρου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΟ΄ - Πέτρῳ, PG 78, 864A.
  • [cxli] Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. ΙΙΙ, ΡΟΑ΄ - Ἀρσενουφίῳ Ἀναγνώστῃ, PG 78, 864B. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ἐπιστ. V, ΞϚ΄ - Ὠφελίῳ Γραμματικῷ, SC 422, 35213-16 (=PG 78, 1365C).
  • [cxlii] Κυρίλλου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Α΄, SC 322, 261-2 (=PG 76, 532C).
  • [cxliii] Αὐτόθι, Β΄, SC 322, 2815-17 (=PG 76, 585Β).
  • [cxliv][cxliv] Αὐτόθι, Α΄, SC 322, 263-6 (=PG 76, 532C). Πρβλ. Α΄ Κορ. 13,12. Συναφῶς βλ. Κυρίλλου, Εἰς Ἰωάννην, IV, Δ΄ και ΙΧ, Pusey, vol. I, σ. 5764-5 καί vol. II, σσ. 41017-19, 4268-9 (=PG 73, 628D καί PG 74, 192Α, 209Β). Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Πρόλογος, SC 231, 3833-5 (=PG 75, 657Α). Αὐτόθι, Α΄, SC 231, 39139-40 (=PG 75, 672Α). Αὐτόθι, Z΄, SC 246, 6412-4 (=PG 75, 1092C). Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, SC 97, 67817-18 (=PG 75, 1192Α). Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιος ‘Eπιστολή, XII, SC 434, t. III, 684108-109 (=PG 77, 684BC). Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Α΄, SC 322, 4214-18 (=PG 75, 549A).
  • [cxlv] Κυρίλλου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν - Ἐπιστολή πρός Καλοσύριον, Α΄, Pusey, vol. III, σ. 5938-9 (=PG 76, 1084Α).
  • [cxlvi] Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 3212-15 (=PG 76, 1352Α).
  • [cxlvii] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Α΄, SC 322, 428-18, 431-29(=PG 75, 549A-D).
  • [cxlviii] Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, SC 97, 72721-25 (=PG 75, 1276D). 
  • [cxlix] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς παναγίας Τριάδος ἐν κεφαλαίοις κη΄, Ι΄, (ἀμφιβαλλόμενο), PG 77, 1141D, 1144A: «Ἐπὶ δὲ τῆς ἁγίας καὶ ὑπερουσίου καὶ πάντων ἐπέκεινα καὶ ἀλήπτου Τριάδος͵ τὸ ἀνάπαλιν. Ἐκεῖ γὰρ τὸ μὲν κοινὸν καὶ ἓν, πράγματι θεωρεῖται, διά τε τὸ συναΐδιον, καὶ τὸ ταυτὸν τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ θελήματος, καὶ τὴν τῆς γνώμης σύμπνοιαν, τήν τε τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἀγαθότητος ταυτότητα (οὐκ εἶπον ὁμοιότητα, ἀλλὰ ταυτότητα), καὶ τὸ ἒν ἔξαλμα τῆς κινήσεως. Μία γὰρ οὐσία, μία ἀγαθότης, μία δύναμις, μία θέλησις, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία, μία καὶ ἡ αὐτή· οὐ τρεῖς ὅμοιαι ἀλλήλαις͵ ἀλλὰ μία καὶ ἡ αὐτὴ κίνησις τῶν τριῶν ὑποστάσεων. Ἓν γὰρ ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρὸς τὸ ἕτερον͵ οὐχ ἧττον ἢ πρὸς ἑαυτὸ, τουτέστιν, ὅτι κατὰ πάντα ἕν εἰσιν ὁ Πατὴρ, καὶ ὁ Υἱὸς, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα· πλὴν τῆς ἀγεννησίας καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως». (Τό συγκεκριμένο ἔργο θεωρεῖται ἀμφιβαλλόμενο ἤ νόθο).
  • [cl] Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, σ. 111. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Φαράντος, «τά ὑποστατικά … ἰδιώματα τῆς τριαδικῆς θεότητας ἀγέννητον, γεννητόν καί ἐκπορευτόν δέν συνιστοῦν ἀντιθέσεις ὡς ὄντα, ὄχι διάφοροι οὐσίαι, ἀλλά διακρίσεις καί διαφοροποιήσεις μιᾶς καί τῆς αὐτῆς οὐσίας καί ἐν μιᾷ καί τῇ αὐτῇ οὐσίᾳ», Μ. Φαράντου, Ἡ περί τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος διδασκαλία, Ἀθῆναι 1985, σ. 317.
  • [cli] Κυρίλλου, Περί τῆς παναγίας Τριάδος ἐν κεφαλαίοις κη΄, Γ΄, PG 77, 1125Β.
  • [clii] Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος προσφωνητικός. Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ. 543 (=PG 76, 1160C): «τό γάρ τοι θεῖον κατά φύσιν ἰδίαν οὐχ ὁρατόν». Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, V, Ε΄, PG 70, 1397CD.
  • [cliii] Τοῦ ἰδίου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν - Ἐπιστολή πρός Καλοσύριον, Α, Pusey, vol. III, σ. 54917-18 (=PG 76, 1077C): «ἔστι τοίνυν τὸ θεῖον ἀσώματον, ἄποσόν τε καὶ ἀμέγεθες καὶ οὐκ ἐν εἴδει περιγράπτῳ».
  • [cliv] Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, II, I΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 489 (=PG 76, 97D).
  • [clv] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 605D.
  • [clvi] Πρβλ. Κυρίλλου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄, SC 231, 39342 (=PG 75, 673D).
  • [clvii] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 605D. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Β΄, SC 231, 44237-38 (=PG 75, 756Β).
  • [clviii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, IV, Δ΄, PG 70, 1084A.
  • [clix] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΗ΄, PG 75, 312C. Ἐδῶ ὁ Κύριλλος ἀκολουθεῖ τούς Καππαδόκες Πατέρες πού διέκριναν τήν οὐσία καί τήν ἐνέργεια στόν Τριαδικό Θεό, μέ κύριο πρωταγωνιστή στή διατύπωση τῆς συγκεκριμένης διδασκαλίας τό Μ. Βασίλειο: «Αἱ μὲν ἐνέργειαι ποικίλαι, ἡ δὲ οὐσία ἁπλῆ. Ἡμεῖς δὲ ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος», Βασιλείου Καισαρείας, Ἐπιστ. 234 – Πρός Ἀμφιλόχιον 1, Y. Courtonne, Saint Basile. Lettres, éd. Les Belles Lettres, vol. III, Paris 1966, 234, 115-20 (=PG 32,PG 32, 869A).
  • [clx] Κυρίλλου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν - Ἐπιστολή πρός Καλοσύριον, Α΄, Pusey, vol. III, σ. 55010-11(=PG 76, 1077C).
  • [clxi] Αὐτόθι, Pusey, vol. III, σ. 55020-25 (=PG 76, 1077D).
  • [clxii] Ὁ Κ. Λιάκουρας σημειώνει: «ἡ πολλαπλότης δέ αὕτη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν ὑφίσταται καί κατανοεῖται ἐκ τοῦ ἐπιτελουμένου ὑφ᾽ ἑκάστης διαφόρου πρός τήν κτίσιν ἔργου καί ἐκ τῆς ὑπαρχούσης πολλαπλότητος τῶν θείων χαρισμάτων», Λιάκουρα, περί τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν διδασκαλία, σ. 36.
  • [clxiii] Κυρίλλου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Β΄, PG 68, 252A.
  • [clxiv] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΣΤ΄, PG 75, 73D.
  • [clxv] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, I, Δ΄, PG 70, 173Β: «Καὶ μὴν καὶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας πρὸς αὐτόν πού φησιν· «Ὅτι σὺ καθήμενος τὸν αἰώνα, καὶ ἡμεῖς ἀπολλύμενοι τὸν αἰώνα». (Βαρ. 3,3) Ἀεὶ γὰρ καὶ ἐν παντὶ χρόνῳ φθαρτή τέ ἐστιν ἡ πεποιημένη φύσις͵ καὶ τῶν γενητῶν ἐν τούτοις τὸ μέτρον· κάθηται δὲ, ὡς ἔφην, ἡ πάντων τεχνῖτις καὶ δημιουργὸς σοφία, τοῦτ᾽ ἔστιν, ἀκλόνητον ἔχει τὴν ἐν ταυτότητι διαμονήν».
  • [clxvi] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Βαρούχ, PG 70, 1457Β. 
  • [clxvii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, I, Δ΄, PG 70, 173D. Συναφῶς βλ. τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΛΔ΄, PG 75, 616C: «Οὐκ ἄρα γέγονεν ἤ πεποίηται, μᾶλλον δέ ἦν ἐν ἀρχῇ ἡ θεία καί ἀκήρατος φύσις».
  • [clxviii] Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, PG 76, 1352A.
  • [clxix] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, V, E΄, PG 70, 1392C. Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ε΄, PG 68, 437Α: «γάννυται δὲ οὐχὶ ταῖς ἐκ λίθων οἰκοδομίαις ὁ Θεὸς, ἐδίδασκε λέγων· «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου. Ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι; ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;» (Ἠσ. 64,1) λέγει Κύριος. Ἐμπίπλησι γὰρ τὰ πάντα Θεὸς, καὶ ἐπαναπαύεται μὲν οὐρανῷ, διήκει δὲ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· οὐ γὰρ ἐν ποσῷ τὸ θεῖον, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἐστὶν ἀπωτάτω φαντασίας σωματικῆς, οὕτω καὶ τόπου καὶ τοῦ πεποσῶσθαι δοκεῖν».
  • ·                            [clxx] Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ζ΄, SC 246, 64835-41 (=PG 75, 1105B).
  • [clxxi] Αὐτόθι.
  • [clxxii] Κυρίλλου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Ζ΄, PG 76, 860CD.
  • [clxxiii] Αὐτόθι.
  • [clxxiv] Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, IV, B΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 8030-32 (=PG 76, 180D).
  • [clxxv] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ζ΄, SC 246, 65524-33 (=PG 75, 1116D, 1117A).
  • ·                            [clxxvi] Αὐτόθι, ΣΤ΄, SC 246, 59636 (=PG 75, 1017Β).
  • [clxxvii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙΙΙ, Ε΄, PG 70, 829A.
  • [clxxviii] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, Η΄, PG 75, 105B.
  • [clxxix] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, II, A΄, PG 70, 305C.
  • [clxxx] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Δ΄, PG 76, 705A. Πρβλ. Γέν. 1, 31.
  • [clxxxi] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙV, Γ΄, PG 70, 977C.
  • [clxxxii] Γέν. 1, 1-12 κ.ἑ.
  • [clxxxiii] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 608A.
  • [clxxxiv] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙII, Δ΄, PG 70, 788Α.
  • [clxxxv] Αὐτόθι, PG 70, 769D. Πρβλ. Αὐτόθι, PG 70, 764ΑΒ: «Ὁ δέ γε τῆς Ἰουδαίας Θεὸς, μᾶλλον δὲ ὁ τοῦ κόσμου παντὸς, ἔστι Θεὸς ζῶν καὶ ἀληθινὸς, οὐ πρόσφατος πεποιημένος, ποιητὴς δὲ μᾶλλον καὶ αὐτῶν αἰώνων, καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων, καὶ τῶν δυνάμεων Κύριος». Συναφῶς βλ. Αὐτόθι, Ι, ΣΤ΄, PG 70, 268B.
  • [clxxxvi]Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, II, I΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 489-10 (=PG 76, 97D).
  • [clxxxvii] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Α΄, PG 68, 153C.
  • [clxxxviii] Αὐτόθι, Θ΄, PG 68, 608ΑΒ.
  • [clxxxix] Αὐτόθι, PG 68, 608Β.
  • [cxc] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Ζ΄, SC 246, 65524-33 (=PG 75, 1116D, 1117A).
  • [cxci] Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Γένεσιν, PG 69, 25Α. 
  • [cxcii] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Γ΄, PG 76, 629Β.
  • [cxciii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙΙΙ, Δ΄, PG 70, 785D. Αὐτόθι, V, B΄, PG 70, 1208C.
  • [cxciv] Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 553B. Πρβλ. Ἐφεσ. 1, 4-5.
  • [cxcv] Κυρίλλου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 557B. Πρβλ. Ἰωήλ 2,13.
  • [cxcvi] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙV, A΄, PG 70, 912D, 913A. Αὐτόθι, V, B΄, PG 70, 1205D. Πρβλ. Ἰεζ. 18, 23 καί 13,22.
  • [cxcvii] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙΙΙ, Β΄, PG 70, 645Β.
  • [cxcviii]Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Θ΄, PG 68, 609Β: «Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι καὶ οὐχί Θεὸς πόρρωθεν». Πρβλ. Ἱερ. 23,23.
  • [cxcix] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, Ι, Ε΄, PG 70, 208Α.
  • [cc] Τοῦ ἰδίου, Α΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 10824-25 (=PG 76, 1312B).
  • [cci] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, ΙI, Α΄, PG 70, 336Β. Συναφῶς πρβλ. τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Ζ΄, PG 76, 849Β.
  • [ccii] Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Γ΄, PG 76, 625C. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 1. Συναφῶς βλ. Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, Ι, Δ΄, PG 70, 201A: «... ὅτι Θεός ὑπάρχων τῶν ὅλων καί Κύριος, ἐπ̉ ἐξουσίας ἐργάζεται τό δοκοῦν, κἄν εἴτε τι τῶν ἐν οὐρανῷ βλέπειν βούλοιτο, κἄν εἴτε τι τῶν ἐπί τῆς γῆς».
  • [cciii] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, Δ΄, PG 75, 45D.
  • [cciv] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν,IV, Γ΄, PG 70, 993CD.
  • [ccv] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, I, A΄, Pusey, vol. I, σ. 2123-25 (=PG 73, 29C).
  • [ccvi]Αὐτόθι, IV, A΄, σ. 48624-25 (=PG 73, 533Β). Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, Ι΄, PG 75, 121CD.
  • [ccvii] Αὐτόθι.
  • [ccviii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, III, B΄, PG 70, 633D. Πρβλ. Ψαλμ. 7, 10.
  • [ccix] Κυρίλλου, Εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 880D καί 881Α.
  • [ccx] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Α΄, PG 68, 148D. Πρβλ. Ἰω. 1,14.
  • [ccxi] Κυρίλλου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Λόγος προσφωνητικός. Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ACO, τ. 1, Ι, 1, σ.  4826-27 (=PG 76, 1148C).
  • [ccxii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, ΞΓ΄, PG 69, 1125D.
  • [ccxiii] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, IV, E΄, PG 70, 1096B.
  • [ccxiv]Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, ΧΙ, Ι΄, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 72420-21 (=PG 74, 548BC). Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Δ΄, PG 68, 320C: «Θεῷ γάρ οἰκεῖον ὁλοκλήρως τό ἅγιον».
  • [ccxv] Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός, ΙΒ΄, PG 75, 192Β.
  • [ccxvi] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, IΙΙ, Δ΄, PG 70, 785B.
  • [ccxvii] Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σ. 5823-24 (=PG 76, 1413A).
  • [ccxviii] Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Β΄, SC 231, 44327-28 (=PG 75, 757A).
  • [ccxix] Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Ι, Η΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, σ. 302 (=PG 76, 52D). 
  • [ccxx] Σωτηροπούλου, Θέματα δογματικῆς θεολογίας, σ. 101.
  • [ccxxi] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΚΕ΄, PG 75, 276ABC. Πρβλ. Μπούλοβιτς, Τό μυστήριον, σ. 393. Συναφῶς βλ. J. Meyendorff, Initiation à la théologie Byzantine, Paris 1975, pp. 173-175. Ἰω. Ρωμανίδη, Τό προπατορικόν ἁμάρτημα, Ἀθῆναι 1957, σσ. 45-50.
  • [ccxxii] Πρβλ. Μπούλοβιτς, Τό μυστήριον, σ. 233. Συναφῶς βλ. Vl. Lossky, À l᾽ image et à la ressemblance de Dieu, Paris 1967. pp. 31 καί 42, 43. Χρ. Μπούκη, Ἡ γλῶσσα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπό τό φῶς τῆς φιλοσοφικῆς ἀναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 92. Χρ. Γιανναρᾶ, Τό ὀντολογικόν περιεχόμενον τῆς θεολογικῆς ἔννοιας τοῦ προσώπου, Ἀθῆναι 1970, σσ. 29-31. Τοῦ ἰδίου, Ἡ Θεολογία τῆς ἀπουσίας καί τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, Ἀθήνα 1967, σσ. 39, 69.




Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com 
24   ΙΟΥΝΙΟΥ   2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου