Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης για τις συμπροσευχές και το Βάπτισμα των ετεροδόξων

Αναδημοσιεύουμε από το Ιστολόγιο "Αναβάσεις" την παρούσα ανάρτηση για να βοηθήσουμε τους πλανεμένους οικουμενιστές να σφαλίσουν τα βλάσφημά τους στόματα.

Θέματα ανάρτησης: Το ιερό Μυστήριο του Βαπτίσματος, Αντιοικουμενιστικά, Συμπροσευχές

Διηγείται ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: «Κάποτε επισκέφθηκε το Μοναστήρι μας ένας Προτεστάντης πάστορας. Όταν με ενημέρωσαν ότι αυτός ο κύριος είναι ιερέας των Προτεσταντών, τον πλησιάσαμε και τον ξεναγήσαμε στο Μοναστήρι μας. Μετά, είπα να ετοιμάσουν για τον άνθρωπο φαγητό. Εγώ δεν κάθησα μαζί του στο τραπέζι, αλλά αποσύρθηκα στο κελί μου. Διότι αυτό απαιτεί η τάξις. Οι Πατέρες απαγορεύουν τη συμπροσευχή που προηγείται της κοινής τραπέζης».

Σε άλλη περίπτωση επισκέφθηκαν το Μοναστήρι δύο αγιορείτες ιερομόναχοι και μια ηλικιωμένη κυρία Καθολική, ρωσικής καταγωγής, που είχε αποφασίσει να γίνει Ορθόδοξη.

Όταν στο Γέροντα αναφέρθηκε ότι, κατόπιν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, στα άτομα αυτά είναι αρκετό το μυστήριο του Χρίσματος, χωρίς το Βάπτισμα, ο Γέροντας είπε:

-Δεν γνωρίζω τι αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι το Ευαγγέλιο λέει: «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Γι’ αυτό πρέπει να γίνεται κανονικά το μυστήριο του Βαπτίσματος και του Χρίσματος.
Και σε ένα τρίτο περιστατικό ενός Καθολικού, που θέλησε να βαπτισθεί, αφού ο Γέροντας τον προέτρεψε να επισκεφθεί τον επίσκοπο της περιοχής του, απ’ όπου επέστρεψε με τη σύσταση ότι δεν χρειάζεται βάπτισμα άλλα μόνο χρίσμα, χωρίς να σχολιάσει την παραπάνω αντιμετώπιση, έφερε μία μεγάλη κολυμβήθρα στο Μοναστήρι και, βοηθούμενος από ένα αρχιμανδρίτη, πνευματικό του τέκνο, βάπτισε κανονικά τον εν λόγω άνθρωπο στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη.
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Αρχιμ. Ιωάννη Κωστώφ «ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΦΟΔΙΑ, όχι να εκτρέφουμε, αλλά να εκτρέπουμε την αίρεσι», σελ. 55-56

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Νά στρέφετε τήν κάθε θλίψη στή γνώση τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη Του, στή λατρεία Του. ( Ἅγιος Πορφύριος )

 Η ψυχή σας να δίδεται στην ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για όλες σας τις έγνοιες, για όλα και για όλους.
Η ευαισθησία δεν έχει διόρθωση.
Μπορεί μόνο να μετασχηματισθεί, να μεταποιηθεί, να μετατραπεί, να μεταμορφωθεί, να μεταστοιχειωθεί, να γίνει αγάπη, χαρά, θεία λατρεία.

Πώς; Με τη στροφή προς τα άνω. Να στρέφετε την κάθε θλίψη στη γνώση του Χριστού, στην αγάπη Του, στη λατρεία Του.
Κι ο Χριστός που συνεχώς περιμένει με λαχτάρα να μας βοηθήσει, θα σας δώσει την χάρη Του και τη δύναμή Του και θα μεταστρέφει τη θλίψη σε χαρά, σε αγάπη για τούς αδελφούς, σε λατρεία προς τον ίδιο.Έτσι θα φύγει το σκοτάδι..

Να θυμάστε τον Απόστολο Παύλο. Τί έλεγε; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου»
Η ψυχή σας να δίδεται στην ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ,ελέησον με», για όλες σας τις έγνοιες, για όλα και για όλους.
Μην κοιτάζετε αυτό πού σας συμβαίνει, αλλά να κοιτάζετε το φως, τον Χριστό, όπως το παιδί κοιτάζει την μητέρα του, όταν κάτι του συμβεί. Όλα να τα βλέπετε χωρίς άγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεστε.

Όλη σας ή προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε προς το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, θα δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.
Αγιος Πορφύριος
  Πηγή: agapienxristou.blogspot.gr

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ηλίας Α. Βουλγαράκης - Καθηγητής Θεολογίας ΕΚΠΑ Συμβιβάζεται η πρόγνωση του Θεού με την ελευθερία του ανθρώπου;

Το επίκεντρο της ερώτησης βρίσκεται στο έξης σημείο: Μπορεί ο άνθρωπος να γίνει κάτι άλλο από αυτό που προβλέπει ο Θεός γι’ αυτόν; Ασφαλώς όχι. Άρα η πρόγνωση του Θεού λειτουργεί για τον άνθρωπο ως προορισμός. Επομένως ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος μια και η υποτιθέμενη ελευθερία του ορίζεται από τη βούληση ενός άλλου.
α. Κάνοντας κανείς μια πρώτη και γενική παρατήρηση πάνω στο ερώτημα πρέπει να πει ότι αυτό είναι αποτέλεσμα περισσότερο φιλοσοφικής εκζήτησης παρά ανθρώπινης εμπειρίας. Ο άνθρωπος βασικά δεν αισθάνεται ότι η βούλησή του, δηλαδή η εσωτερική του ελευθερία, δεσμεύεται από άλλη δύναμη. Με άλλα λόγια το ερώτημα είναι κατηγορίας συλλογιστικής και όχι βιωματικής, δηλαδή ανυπόστατο, με την οντολογική έννοια του όρου.
Το ερώτημα έχει στη διατύπωσή του ένα κρίσιμο σφάλμα, γιατί αντικρύζει τη συμπεριφορά του Θεού από την οπτική γωνία του ανθρώπου. Για τον άνθρωπο που υπόκειται στο χρόνο η από τώρα γνώση ενός μελλοντικού γεγονότος σημαίνει πρόγνωση. Η πρόγνωση προσδιορίζει αναγκαστικά τη διαδικασία του χρόνου να καταλήξει στο προγιγνωσκόμενο. Έτσι η πρόγνωση αποτελεί προορισμό.
Ο Θεός δεν υπάγεται στο χρόνο. Ως δημιουργός του κόσμου είναι πριν από τον κόσμο. Έτσι όμως είναι και πριν από το χρόνο μια και ο χρόνος είναι η μέτρηση των μεταβολών του χώρου, με άλλα λόγια δεν είναι ανεξάρτητος από το χώρο. Έτσι ο Θεός δεν έχει πρόγνωση αλλά γνώση. Αν τώρα στο ερώτημα αντικατασταθεί η λέξη «πρόγνωση» από τη λέξη «γνώση» δεν δημιουργείται αντίφαση. Και δεν δημιουργείται γιατί κάθε μορφή γνώσης δεν είναι βουλητικά δεσμευτική για τον άλλο. Π.χ. η γνώση του παρελθόντος μου ή, η γνώση του παρελθόντος ενός άλλου δεν με δέσμευσε ή τον δέσμευσε να πάρει τη μορφή που πήρε. Η γνώση του γιατρού για την έκβαση της αρρώστιας του ασθενούς του δεν είναι προσδιοριστική της εξέλιξής της, αλλά αποτελεί διαπίστωση πείρας, δηλαδή συναρίθμηση πολλών ομόλογων αποτελεσμάτων και, όχι βέβαια, προορισμών. Τη γνώση μου ότι ο εαυτός μου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση θα αντιδράσει με αυτό ή τον άλλο τρόπο δεν τη θεωρώ ποτέ ως δεσμευτική, αλλά ως προϊόν συγκερασμού πολλών δικών μου ομοταγών συμπεριφορών. Και στις δύο τελευταίες περιπτώσεις (γιατρού και εαυτού μου) η γνώση, που έχει την επίφαση της πρόγνωσης, δεν προσδιορίζει το αποτέλεσμα, αλλά προσδιορίζεται από αυτό (έστω κι αν αυτό ακόμη δεν έχει συντελεστεί), εφόσον μεσολαβεί η πείρα ανάλογων προηγούμενων περιστατικών. Με λίγα λόγια η γνώση όσο κι αν μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτική (π.χ. η γνώση των νόμων της φύσης) δεν είναι ποτέ αιτία αλλά αιτιατόν. Δηλαδή δεν είναι δημιουργός των γεγονότων (με την πλατιά έννοια του όρου), αλλά δημιούργημα αυτών. Κατά τον ίδιο τρόπο και η γνώση του Θεού για κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο δεν ορίζει τη συμπεριφορά του ανθρώπου αλλά προκύπτει από αυτή.
β. Ωστόσο το θέμα δεν πρέπει να το δούμε μόνο στο χώρο της καθαρής λογικής, αλλά και πιο πραγματικά, δηλαδή στην περιοχή της διδασκαλίας του Χριστιανισμού. Από τη διδασκαλία του Χριστιανισμού βγαίνει σαφώς το συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και ότι η ελευθερία του άνθρωπου αποτελεί θέλημα και επιδίωξη του Θεού:
Ο Χριστιανισμός καταπολέμησε με αποφασιστικότητα την αρχαιοελληνική αντίληψη για την ειμαρμένη, που οι τότε άνθρωποι τη θεωρούσαν ανώτερη όχι μόνο από τη βούληση των ανθρώπων, αλλά και από τη βούληση των θεών.
Η αντίληψη για την ειμαρμένη αντιστρατευόταν στο Χριστιανισμό σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα μάλιστα στη διδασκαλία του για την αμοιβή των δικαίων, για την τιμωρία των αμαρτωλών. Η μέλλουσα κρίση δεν μπορούσε να έχει λόγο ύπαρξης, αν δεν συνέτρεχε ως προϋπόθεση η ελευθερία του ανθρώπου.
Η ηθική του Χριστιανισμού δεν στηρίζεται στην πράξη αλλά στην πρόθεση. Τα πράγματα από μόνα τους είναι ηθικά αδιάφορα. Παίρνουν αξία ή απαξία από τη στάση του ανθρώπου απέναντι σ’’ αυτά. Επομένως βάση και προϋπόθεση της χριστιανικής ηθικής είναι η ελευθερία.
Ο Θεός ήρθε στον κόσμο για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της δουλείας που είχε πέσει με το προπατορικό αμάρτημα. Η σημασία που απέδωσε ο Θεός στην ελευθερία του ανθρώπου αποδεικνύεται από το μεγάλο τίμημα που κατέβαλε γι’ αυτή, με το να γίνει άνθρωπος και να σταυρωθεί.
Η κατάφαση από μέρους του Θεού της αξίας της ελευθερίας αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι αγαπά το διάβολο. Πράγματι τον αγαπά γιατί ο διάβολος είναι δημιούργημα του Θεού «καλό λίαν». Από τη φύση του δεν είναι κακός. Κακός είναι από την πρόθεσή του. Πέρα από αυτό η αγάπη του Θεού για το διάβολο (που γι’ αυτόν είναι κόλαση) μαρτυρείται και από το γεγονός ότι ο Θεός τον συντηρεί στην ύπαρξη. Αν ο Θεός δεν αγαπούσε το διάβολο, ο διάβολος θα είχε εκλείψει.
Όλα τα παραπάνω κατανοούνται από το γεγονός ότι ο Θεός των χριστιανών είναι προσωπικός: και το πρόσωπο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη σχέση. Γι’ αυτό ο Θεός είναι Τριαδικός. Αλλά και η σχέση με τη σειρά της δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ελευθερία. Ακριβώς γι’ αυτό δεν λέμε ότι ο Θεός είναι ουσία, ούτε ότι η ουσία προϋπάρχει του Θεού. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις δίδεται μια προτεραιότητα στην ουσία από το πρόσωπο με τον κίνδυνο να έχουμε ορισμό του προσώπου από κάτι που είναι έξω από αυτό. Τούτο όμως θα σημαίνει ένα είδος προσδιορισμού, κάτι δηλαδή, που θα έθιγε την ελευθερία του προσώπου.
Από όλα τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι για το Χριστιανισμό η ελευθερία του ανθρώπου είναι απόλυτα σεβαστή. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι η ελευθερία είναι αυταξία. Η ελευθερία από μόνη της δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Γίνεται καλό ή κακό από τη χρήση της. Γι’ αυτό το σωστό νόημα της ελευθερίας δεν βρίσκεται στο «ελευθερία από κάτι», αλλά στο «ελευθερία για κάτι». Και ακριβώς αυτή η επιλογή του «για» είναι το κρίσιμο σημείο της ελευθερίας. Μπορεί φιλοσοφικά το «για» να είναι μια δούλωση της ελευθερίας, στα πράγματα όμως η σωστή «δούλωση» της ελευθερίας ελευθερώνει την ελευθερία από μια αυτοΰπαρξη δίχως νόημα. Δηλαδή από το: ελευθερία για ελευθερία.
Η πιο σωστή επιλογή του «για» της ελευθερίας είναι η αγάπη, δηλαδή η πρώτη και μοναδική αυταξία, με άλλα λόγια ο Θεός.
(Ηλία Αντ. Βουλγαράκη, «Χριστιανισμός και κόσμος», εκδ. Αρμός, σ. 168-171)

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Ο έλεγχος της αιρέσεως και ο έλεγχος του εαυτού μας.

 
Αρχ. Παύλου Δημητρακόπουλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.
                                                     

{Εν Πειραιεί τη 5η Ιουνίου 2014}

Η προ ολίγων ημερών εορτή των αγίων και θεοφόρων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, έφερε και πάλι στη μνήμη μας μεγάλα πατερικά αναστήματα,όπως τον μέγα Αθανάσιο, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο κ.λ.π., που συμμετείχαν στην εν λόγω Σύνοδο, τους πολλούς και μεγάλους αγώνες των, το ομολογιακό τους φρόνημα, τους διωγμούς και τις εξορίες, τις οποίες υπέμειναν, για να μας παραδώσουν τον θησαυρό της πίστεως ανόθευτο και απαραχάρακτο από την πλάνη της αιρέσεως. 

Δεν είναι δε τυχαίο το γεγονός, ότι παρόμοιες εορτές έχει καθιερώσει η Εκκλησία εκτός από την παρούσα και άλλες τρείς φορές κατά την διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την δευτέρα Κυριακή του Ιουλίου και την δευτέρα Κυριακή του Οκτωβρίου.

Με τις εορτές αυτές επιδιώκει να προβάλλει τους αγώνες των, να προτρέψει τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού στην κατά δύναμη μίμηση της αγίας ζωής των, αλλά και του ομολογιακού και αγωνιστικού των φρονήματος....

Παράλληλα δε να επιστήσει την προσοχή προ του κινδύνου της αιρέσεως, η οποία από μόνη της έχει την δύναμη να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απώλεια.

Ωστόσο σήμερα στην εποχή μας, εποχή γενικής αποστασίας και θρησκευτικού συγκρητισμού, οι αντιαιρετικοί αγώνες των αγίων Πατέρων μας κατανοούνται και ερμηνεύονται δυστυχώς με ένα τρόπο διαφορετικό, μ’ ένα τρόπο ξένο προς την παράδοση της Εκκλησίας μας.

Καλλιεργείται σήμερα, ιδίως από κάποιους μοναστικούς και οργανωσιακούς κύκλους, ακόμη και από επισκόπους, η ιδέα και η αντίληψη,ότι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας αγωνίστηκαν εναντίον των αιρετικών επειδή ακριβώς ήταν άγιοι. Είχαν φθάσει σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητος και είχαν βιώσει τα δόγματα της πίστεως και ως εκ τούτου αυτοί και μόνοι ήταν άξιοι και ικανοί να διεξάγουν αντιαιρετικούς αγώνες. 

Εμείς σήμερα, ως αμαρτωλοί και εμπαθείς,μη έχοντες τα μέτρα τηςαγιότητος των αγίων, δεν είμαστε οι αρμόδιοι να ασκήσουμε έλεγχο προς την αίρεση και τους αιρετικούς, αλλά οφείλουμε να στρέψουμε τον έλεγχο προς τους εαυτούς μας και να μετανοήσουμε για το έλλειμμα της βιωμένης πίστεως και μαρτυρίας μας.

Έτσι ο έλεγχος της αιρέσεως και των αιρετικών θεωρείται ως υβριστική συμπεριφορά και φανατισμός, ως έλλειψις αγάπης, ως ένα είδος κατακρίσεως.

Και επομένως όσοι ελέγχουν τους αιρετικούς πέφτουν στο αμάρτημα της κατακρίσεως, το οποίο επισημαίνει ο Κύριος με τους λόγους «μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε» (Ματθ.7,1). Οφείλουν δε, προκειμένου να θεραπεύσουν το πάθος αυτό, να παύσουν τον έλεγχο της αιρέσεως και των αιρετικών και να ασκήσουν την αυτομεμψία και την αυτοκατάκριση. Λέγουν επίσης, ότι είναι υπεραρκετή για την καταπολέμηση της αιρέσεως η έργω και λόγω προβολή της Ορθοδοξίας,ώστε να είναι περιττή η ανατροπή της αιρέσεως με μαρτυρίες από την αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες.

Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;

Κατ’ αρχήν εάν ο έλεγχος της αιρέσεως και των αιρετικών αποτελούσε αμαρτία και κατάκριση, τότε οι πρώτοι που επιμελώς θα απέφευγαν αυτό το είδος της αμαρτίας, θα ήταν οι άγιοι Πατέρες μας, αυτοί δηλαδή που κατ’ εξοχήν καταπολέμησαν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς.

Αυτοί που σε Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους όχι μόνον ανέτρεψαν τις πλάνες των, αλλά και τους απέκοψαν από την Εκκλησία και τους αναθεμάτισαν, επειδή έβλεπαν την πεισματώδη επιμονή τους στην πλάνη.

 Ο έλεγχος της αιρέσεως, όχι μόνον αμαρτία και κατάκριση δεν είναι, αλλά το ακριβώς αντίθετο. 
 Είναι καθήκον επιβεβλημένο, ομολογία πίστεως, εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τον λόγον του: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς…» (Ματθ.10,32). 

Συνήθως όταν ακούμε τον λόγο αυτό του Κυρίου, ο νούς μας συνειρμικά ανατρέχει στους αγίους μάρτυρες της Εκκλησίας, οι οποίοι στους τρείς πρώτους αιώνες των διωγμών ήλεγξαν την πλάνη της ειδωλολατρείας και αυτούς που την εκπροσωπούσαν και αφού έδωσαν την καλήν ομολογία της πίστεως, αξιώθηκαν του μαρτυρικού στεφάνου. Ο λόγος όμως αυτός του Κυρίου δεν εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση των αγίων μαρτύρων και στην πλάνη των ειδώλων της εποχής των διωγμών, αλλά και στην πλάνη της αιρέσεως, διότι και η αίρεση δεν είναι στην ουσία τίποτε άλλο, παρά ένα είδος αθεΐας και ειδωλολατρείας.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην προς Διονύσιον επιστολή του ονομάζει την αίρεση δεύτερο γένος αθεΐας: «Δεύτερον δε γένος αθεΐας εστίν η πολυσχιδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών, ών οι μεν πατέρα λέγουσι άπαιδα τον Θεόν…οι δε κτιστού Υιού και Πνεύματος άκτιστον Πατέρα…Πάντες δε ούτοι και οι τοιούτοι ουδέν των αθέων διενηνόχασιν… (Όλοι αυτοί και οι όμοιοι μ’ αυτούς σε τίποτε δεν διαφέρουν από τους αθέους)».[1]

Την ίδια αλήθεια επισημαίνει και ο Μέγας Αθανάσιος στην επιστολή του προς Σεραπίωνα: «Ούτως ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός, ή το Πνεύμα κατάγων εις τα κτίσματα (=ο αιρετικός), ούτε τον Υιόν έχει ούτε τον Πατέρα, αλλ’ έστιν άθεος και απίστου χείρων, και πάντα μάλλον, ή χριστιανός»[2].Όπως λοιπόν ο άγιοι μάρτυρες έλαβαν το στεφάνι της ομολογίας, έτσι και εκείνοι που ξεσκεπάζουν και ελέγχουν την αίρεση και τους αιρετικούς, θα λάβουν παρόμοιο στεφάνι ομολογίας και αθλήσεως εν Χριστώ. 

Και όπως εκείνοι υπέμειναν φρικτά μαρτύρια, έτσι και αυτοί αξιώνονται για την αγάπη του Χριστού να υπομένουν διωγμούς και θλίψεις, όπως οι παρά πάνω αναφερθέντες άγιοι, εκ των οποίων ο μεν πρώτος αξιώθηκε να υβρισθή, να συκοφαντηθή και να φυλακισθή επί τετραετία από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Καλέκα, ο δε δεύτερος να εξορισθή πέντε φορές, να καταδιωχθή μέχρι θανάτου από τους αρειανούς και να καθαιρεθή από αρειανικές Συνόδους. 

Αντιθέτως, όπως εκείνοι που αρνήθηκαν τον Χριστό στα χρόνια των διωγμών για να σώσουν την ζωή τους, θα τους αρνηθή και ο Χριστός σύμφωνα με τον φρικτό λόγο του «Όστις δ’ αν αρνήσηταίμε έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ.10,33). 

Έτσι και εκείνοι που αντί να ελέγξουν, κουκουλώνουν και σκεπάζουν την αίρεση και συμπορεύονται με τους αιρετικούς...

Από φόβο και δειλία μήπως χάσουν ηγουμενικούς και μητροπολιτικούς θρόνους, ή υποστούν άλλους διωγμούς, ουσιαστικά αρνούνται τον Χριστό.

Οπότε θα τους αρνηθή και αυτούς ο Χριστός εν ημέρα κρίσεως. Μάλιστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην ίδια ως άνω αναφερθείσα επιστολή του ονομάζει τρίτο είδος αθεΐας «το παραιτείσθαι τι λέγειν των δεδογμένων περί Θεού»[3].Δηλαδή το να σιωπά κανείς και να παραιτείται από φόβο και δειλία, να αναφέρει τις δογματικές αλήθειες της πίστεως, αντιδιαστέλλοντας αυτές προφανώς από τις κακοδοξίες και πλάνες των αιρετικών. 

Κατά παρόμοιο τρόπο και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης καταδικάζει την σιωπή απέναντι στην αίρεση: 

«Εντολή γάρ Κυρίου μή σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης Πίστεως. Ώστε ότε περί Πίστεως ο λόγος, ουκ έστιν ειπείν, εγώ τις ειμί; Ιερεύς; αλλ' ουδαμού. Άρχων; και ου δ’ ούτως. Στρατιώτης; καί που; Γεωργός; και ου δ' αυτό τούτο. Πένης, μόνον την εφήμεροντροφήνποριζόμενος, ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου. Ουά, οι λίθοι κράξουσι, και συ σιωπηλός καί άφροντις;».[4]

Κατά τον άγιο κανένας δεν δικαιούται να σιωπά εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως, όπως συμβαίνει στην εποχή μας, που η αίρεση του Οικουμενισμού έχει σαρώσει τα πάντα, έστω και αν είναι ο πιο άσημος λαϊκός π.χ. Γεωργός. 

Οι πάντες λοιπόν, κληρικοί και λαϊκοί, (αυτό σημαίνει το «Πας ουν όστις…»), καλούνται να τηρήσουν την παρά πάνω εντολή του Κυρίου, είτε είναι άγιοι, είτε δεν είναι, αλλά αγωνίζονται να φθάσουν την αγιότητα. Είτε έχουν πολλή αυτομεμψία, είτε δεν έχουν, όσο θα έπρεπε να έχουν. Είτε εβίωσαν τα δόγματα της πίστεως, είτε δεν τα εβίωσαν ακόμη, όσο θα έπρεπε να τα βιώσουν.

Πρέπει ακόμη να επισημανθή η μέθοδος και ο τρόπος με τον οποίον αγωνίσθηκαν οι άγιοι Πατέρες κατά των αιρετικών. Στον αγώνα τους δεν περιορίζοντο μόνον να αναπτύξουν τα Ορθόδοξα δόγματα, αλλά επί πλέον να ανατρέψουν και τα κακόδοξα και να ελέγξουν ονομαστικά τους αιρετικούς, όχι από κάποια εμπάθεια απέναντί τους, αλλά για να προφυλάξουν τον πιστό λαό του Θεού από την φθοροποιό και καταστρεπτική δράση τους. Και δεν σταματούσαν μέχρις εδώ, αλλά προχωρούσαν ακόμη περισσότερο. 

Συνοδικώς τους απέκοπταν και αναθεμάτιζαν, όταν έβλεπαν ότι επιμένουν πεισματικά στις πλάνες των. Η τακτική τους αυτή θεωρείται σήμερα από πολλούς Οικουμενιστές τελείως απαράδεκτη. Και τούτο διότι τα αναθέματα σήμερα θεωρούνται ως ένα είδος κατάρας, ως καρπός ελλείψεως αγάπης και επομένως δεν μπορεί να έχουν θέση στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή. Σήμερα έχουν θέση μόνον η συγχώρηση και η συμφιλίωση με τους αιρετικούς, έστω και αν αυτοί επιμένουν στις πλάνες των. 

Άραγε οι άγιοι Πατέρες μας εστερούντο αγάπης, όταν αναθεμάτιζαν τους αιρετικούς;
 Δεν νομίζω. 
Ή μήπως εμείς οι εμπαθείς και αμαρτωλοί, που πόρω απέχουμε από τα μέτρα της αγιότητος εκείνων, έχουμε περισσότερη αγάπη από εκείνους; Ασφαλώς όχι βέβαια. Άρα λοιπόν εμείς βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο και όχι εκείνοι, εάν καλλιεργούμε αλλότριο φρόνημα απ’ ότι εκείνοι σε σχέση με τα αναθέματα. Ισχυρίζονται μερικοί, ότι σε τίποτε δεν θα βοηθούσε να συντηρούνται τα αναθέματα του 1054, αναθέματα μιάς περίπου χιλιετίας, που στέρησαν την κοινωνία από το ιερό σώμα της Εκκλησίας εκατομμύρια πιστούς από τον παπικό και τον προτεσταντικό κόσμο. 

Ωστόσο δεν μας εξηγούν, πώς θα ήταν δυνατόν αυτά τα εκατομμύρια, (απαλλαγμένοι βέβαια από τα αναθέματα), να γίνουν μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κρατώντας και συντηρώντας τις παπικές πλάνες.

Εάν καλώς ήρθησαν τα αναθέματα του 1054 επί Πατριάρχου Αθηναγόρα, (χωρίς βέβαια οι παπικοί να έχουν αποβάλει τις πλάνες των), τότε αυτό σημαίνει, ότι κακώς συντηρήθηκαν επί δέκα περίπου αιώνες από μιά πλειάδα Ορθοδόξων Συνόδων, που όλες τους καταδίκαζαν την αίρεση του Παπισμού και έτσι ανανέωναν τα αναθέματα του 1054.

Αναφέρω τις εν Κωνσταντινουπόλει γενόμενες Οικουμενικές Συνόδους του 1170, του 1450, του 1722, του 1838, του 1848, του 1895, όπως επίσης και τις Τοπικές Ορθόδοξες Συνόδους του 1089, του 1233, του 1273, του 1274, του 1282, του 1285, του 1341, του 1351, του 1441, του 1443, του 1484, του 1642, του 1672, του 1727, του 1755 κ.α. 

Εάν καλώς ήρθησαν τα αναθέματα εναντίον των Παπικών, τότε γιατί να μην αρθούν και τα αναθέματα εναντίον των Μονοφυσιτών, των Μονοθελητών, των Αρειανών, των Εικονομάχων; 


Στην περίπτωση αυτή μάλιστα θα έπρεπε να παύσουμε να τιμούμε και να εορτάζουμε τις μνήμες των αγίων Πατέρων, οι οποίοι κακώς αναθεμάτισαν τους παρά πάνω αιρετικούς, τους οποίους εμείς, ως έχοντες περισσότερη αγάπη αυτούς, καλώς τους απαλάξαμε από τα αναθέματα! 

Γιατί επίσης να μην αρθούν και τα αναθέματα του αποστόλου Παύλου, ο οποίος αναθεμάτισε τους ιουδαΐζοντες ψευδαποστόλους που εκήρυττον την περιτομή ως αναγκαία για την σωτηρία;: «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηταιυμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθαυμίν ανάθεμα έστω» (Γαλ.1,8), «ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν, ήτω ανάθεμα» (Α΄Κορ.16,22).

Είναι λοιπόν φανερό, ότι ο παράπάνω ισχυρισμός σχετικά με τα αναθέματα δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, αλλά μαρτυρεί άγνοια, ή διαστρέβλωση της Κανονικής και Πατερικής Παραδόσεως της Εκκλησίας μας.

Αλήθεια σκεφθήκαμε ποτέ τον λόγο του Κυρίου «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιω.15,20) και τι σημαίνει αυτός ο λόγος για την χριστιανική μας ζωή; Ο λόγος αυτός σημαίνει, ότι εκείνοι που θέλουν πραγματικά να βιώσουν τηνεν Χριστώ ζωή, θα υποστούν οπωσδήποτε διωγμούς και θλίψεις. Ο λόγος αυτός είναι νόμος πνευματικός,από τον οποίον κανένας δεν εξαιρείται. Όλοι θα περάσουν υποχρεωτικά μέσα από το καμίνι των διωγμών, είτε αυτοί προέρχονται από τους ειδωλολάτρες, όπως στα ένδοξα χρόνια των αγίων μαρτύρων, είτε από αιρετικούς και αθέους. Ο διωγμός αυτός σημαίνει στην ουσία άρση του σταυρού, τον οποίο καλούμεθα να σηκώσουμε. 

Η δε άρση του σταυρού φέρνει μαζί της και την βίωση του μυστηρίου της πίστεως. Και όσο περισσότερο αίρει κανείς τον σταυρό του με υπομονή, τόσο καθαρώτερα βιώνει την Χάρη του Θεού μέσα του.

Τόσο περισσότερο νοιώθει να έρχεται μέσα του η ζωή του Χριστού και να γίνεται δική του ζωή. Και αντιθέτως όσο περισσότερο αποφεύγει κανείς τον διωγμό, που συνεπάγεται ο έλεγχος της αιρέσεως και των αιρετικών, τόσο λιγότερο βιώνει το μυστήριο της πίστεως, τόσο λιγότερο αισθάνεται την Χάρη του Θεού μέσα του, τόσο περισσότερο είναι το έλλειμμα της πίστεώς του. Επομένως θα πρέπει ο καθένας μας να καθίσει και να κάνει έναν αυτοέλεγχο και να σκεφθεί κατά πόσον ο παρά πάνω λόγος του Κυρίου βρίσκει εφαρμογή στη ζωή του. Κατά πόσον δηλαδή υφίσταται διωγμούς και θλίψεις από αιρετικούς και αθέους. Και αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε κάτι δεν πάει καλά στην πνευματική του ζωή. 

Εάν δηλαδή, ενώ βλέπει σήμερα να οργιάζει η αίρεση του Οικουμενισμού, αυτός από φόβο και δειλία σιωπά...

Επικαλούμενος δήθεν έλλειμμα βιωμένης πίστεως, τότε βρίσκεται σε λάθος δρόμο και πρέπει να αναθεωρήσει την όλη πορεία του.

Ιδιαίτερα αυτό πρέπει να το προσέξουν οι επίσκοποί μας, οι οποίοι είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την διαφύλαξη της πίστεως και την καταπολέμηση των αιρέσεων, σύμφωνα με τους φρικτούς όρκους, που έδωσανκατά την ώρα της χειροτονίας των, να κρατήσουν ανόθευτη την πίστη.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι το έλλειμμα βιωμένης πίστεως οφείλεται στο έλλειμμα βιωμένης ομολογίας, στο έλλειμμα ελέγχου της αιρέσεως και των αιρετικών, στο έλλειμμα διωγμών και θλίψεων, που συνεπάγεται αυτός ο έλεγχος, όπως αποδείξαμε με όσα αναφέραμε παρά πάνω.

[1] Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς τον ευλαβέστατον εν μοναχοίς κυρ Διονύσιον, Ε.Π.Ε. τομ. 4, σελ. 408.
[2] Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου, Επιστολή προς ΣεραπίωναΘμουέωςεπίσκοπον, 30, PG 26, 597 C.
[3]Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς τον ευλαβέστατον…ο.π. σελ.410.
[4]PG. 99,1321B
                                                                              
Πηγή: aktines.blogspot.gr

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Η Ευχή του Χερουβικού



Ευχή ην ποιεί ο Ιερεύς καθ’ εαυτόν του Χερουβικού αδομένου. 

(Ευχή που κάνει ο ιερέας μόνος του για τον εαυτό του, όταν ψάλλεται το Χερουβικό.) 

Όταν αρχίσει να ψάλλεται ο Χερουβικός Ύμνος, αρχίζει κι ο λειτουργός ιερέας, μπροστά στην αγία Τράπεζα, να διαβάζει «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτού» την ευχή, όπως λέγεται, του Χερουβικοί Ύμνου.
Είναι μια προσωπική και εξομολογητική ευχή του ιερέα, από τις πιο δυνατές και θεόπνευστες ευχές της θείας Λειτουργίας. Στις δύο ευχές των πιστών πιο πρώτα πάλι ο λειτουργός ιερέας παρακάλεσε για τον εαυτό του, μα τώρα πιο πολύ αισθάνεται την ανάγκη να εξομολογηθεί και να μιλήσει «ενώπιος ενωπίω» προς τον Ιησού Χριστό, τον αιώνιο και μέγα Αρχιερέα της Εκκλησίας. Είναι από τις λίγες ευχές της θείας Λειτουργίας, που λέγονται προς τον Ιησού Χριστό, και είναι η μόνη απ’ όλες τις ευχές που πρέπει να λέγεται μυστικά, όσο που να ακούνε μόνο οι συλλειτουργοί ιερείς. Θα εξηγήσουμε και θα αναλύσουμε όσο μπορέσουμε την ευχή, που καθώς όλες οι ευχές χωρίζεται σε δυο μέρη, έτσι όπως την χωρίζομε κι εμείς στη σημερινή ομιλία. 



Ο λειτουργός αρχίζει με μια συντριπτική ομολογία, με την οποία κάθε ιερέας τοποθετείται ενώπιον του Θεού. Το να υπηρετεί κανένας το Θεό και να τελεί τη θεία Λειτουργία είναι μεγάλο και φοβερό όχι μόνο σε κάθε άνθρωπο, αλλά και σ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν σοι, Βασιλεύ της δόξης· το γαρ διακονείν σοι μέ­γα και φοβερόν και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσιν». Κανένας, από εκείνους που είναι δεμένοι με τις σαρκικές επιθυμίες και ηδονές, δεν είναι άξιος να έρχεται και να πλησιάζει και να σε λειτουργεί, ένδοξε Βασιλέα. Γιατί να σε υπηρετεί κανένας είναι μεγάλο και φοβερό και σ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. Κανένας ιερέας ποτέ δεν πλησιάζει στην αγία Τράπεζα, για να κάνει τη θεία Λειτουργία, πιστεύοντας στην αγιότητά του. Αν γελαστεί και το πιστέψει πως είναι άγιος, δεν πρέπει να λειτουργεί. Αλλά εδώ δεν κάνει να λέμε πολλά, γιατί όσο περισσότερα λέμε, τόσο χειρότερα για μας. Εδώ κάνουμε το σταυρό μας, σιωπούμε και ζητούμε το έλεος του Θεού. 

Γιατί ο Θεός, γνωρίζοντας την αξία του ανθρώπου, κι όταν ο άνθρωπος πέφτει και αμαρτάνει, και άνθρωπος έγινε καί αρχιερέας υπήρξε και το θείο μυστήριο της Ευχαριστίας σύστησε, και αντί για Αγγέλους εδώ στη γη ανθρώπους έβαλε για να τον υπηρετούν. «Αλλ’ όμως διά την άφατον και αμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν ατρέπτως και αναλλοιώτως γέγονας άνθρωπος και αρχιερεύς ημών εχρημάτισας και της λειτουργικής ταύτης και αναιμάκτου θυσίας την ιερουργίαν παρέδωκας ημίν, ως Δεσπότης των απάντων». Αλλ’ όμως για την ανέκφραστη και αμέτρητη φιλανθρωπία σου, χωρίς να πάψεις να είσαι Θεός και χωρίς να αλλάξεις, έγινες άνθρωπος και υπήρξες αρχιερέας μας και μας ἄφησες αυτήν εδώ τη λειτουργία και την ιερουργία της αναίμακτης θυσίας, σαν Δεσπότης που είσαι των όλων. Μέσα σε ό,τι κάνει ο Θεός για το ανθρώπινο γένος, αν τίποτε άλλο δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, όμως ένα καταλαβαίνουμε, την αξία του ανθρώπου, για την οποία η αγάπη του Θεού κάνει τα πάντα. 

Ο Θεός είναι πραγματικά ο Δεσπότης και κυρίαρχος όλων όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη. Όχι σαν δυνάστης, αλλά η δύναμη που κρατάει τα πάντα· η πρόνοια που συντηρεί και κυβερνάει τον κόσμο, ο Βασιλέας του λαού του, που είναι η Εκκλησία, ο μόνος άγιος και μακάριος, που χαίρει και βρίσκει ανάπαυση. Όταν οι άνθρωποι επιτελούν αγιοσύνη μέσα στο σωτήριο φόβο του. «Συ γαρ μόνος, Κύριε ο Θεός ημών, δεσπόζεις των επουρανίων και των επιγείων, ο επί θρόνου χερουβικού εποχούμενος, ο των Σεραφείμ Κύριος και βασιλεύς του Ισραήλ, ο μόνος άγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος». Γιατί εσύ μόνος, Κύριε και Θεέ μας, εξουσιάζεις τα επουράνια και τα επίγεια, εσύ που έχεις το θρόνο σου επάνω στα Χερουβείμ, που είσαι ο Κύριος των Σεραφείμ κι ο Βασιλέας του Ισραήλ, ο μόνος άγιος, που βρίσκεις ανάπαυση μέσα στους αγίους, Τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και ο Ισραήλ και οι άγιοι ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται ο Θεός, είναι η ουράνια και η επίγεια Εκκλησία στη λειτουργική της τώρα σύναξη. 



Στο σημείο αυτό, να πούμε έτσι, γίνεται η μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο μέρος της ευχής. «Σε τοίνυν δυσωπώ τον μόνον αγαθόν και ευήκοον επίβλεψον επ’ εμέ τον αμαρτωλόν και αχρείον δούλον σου, και καθάρισόν μου την ψυχήν και την καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς· και ικάνωσόν με τη δυνάμει του Αγίου σου Πνεύματος, ενδεδυμένον την της ιερατείας χά­ριν, παραστήναι τη αγία σου ταύτη τραπέζη και ιερουργήσαι το άγιον και άχραντον σώμα σου και το τίμιον αίμα». Εσένα λοιπόν θερμά παρακαλώ, που εσύ μόνο είσαι όλο καλωσύνη και πρόθυμος να ακούσεις· ρίξε τη ματιά σου επάνω σε μένα τον αμαρτωλό και τιποτένιο δούλο σου, και καθάρισε την ψυχή και την καρδιά μου από κάθε πονηρία μέσα μου, και κάνε με ικανό, ντυμένο με τη χάρη της ιερωσύνης, να σταθώ μπροστά σε τούτη την αγία σου Τράπεζα και να ιερουργήσω το άγιο και άχραντο σώμα σου και το τίμιο αίμα. 

Αυτά τα λόγια είναι μόνο για τον ιερέα και μόνο ο ιερέας τα ζει και τα καταλαβαίνει. Αυτός, που με τη χάρη του Θεού και με την εντολή του λαού πλησιάζει, τώρα ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στην αγία Τράπεζα. «Σοι γαρ προσέρχομαι κλίνας τον εμαυτόν αυχένα και δέομαι σου μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού, μηδέ αποδοκιμάσεις με εκ παίδων σου, αλλ’ αξίωσον προσενεχθήναί σοι υπ’ εμού του αμαρτωλού και αναξίου δούλου σου τα δώρα ταύτα». Γιατί σε σένα έρχομαι, σκύβω την κεφαλή μου και σε παρακαλώ· μη μου γυρίσεις το πρόσωπό σου και μη με ξεχωρίσεις από τα παιδιά σου, αλλά αξίωσέ με τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο σου να σου προσφέρω αυτά τα δώρα. Κάπου στα προηγούμενα είπαμε για τα λειτουργικά βιβλία, που κάποιοι κρατάνε στα χέρια τους, όταν γίνεται η θεία Λειτουργία. Άραγε τί διαβάζουν τώρα και τί σκέφτονται, όταν ο ιερέας «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτόν» κάνει μπροστά στο Θεό αυτή την εξομολόγηση; 

Τα τελευταία λόγια, με τα οποία κλείνει η ευχή, είναι η εκφώνηση, που κι αύτη λέγεται μυστικά· «Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνευματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Γιατί εσύ είσαι εκείνος που προσφέρεις και προσφέρεσαι, εκείνος που δέχεσαι τα δώρα και ο ίδιος που μοιράζεσαι Χριστέ Θεέ μας, κι εμείς εσένα δοξάζομε μαζί με τον άναρχο Πατέρα σου και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες Αμήν. Στην εκφώνηση αυτή κλείνεται όλη η θεολογία για την ιερωσύνη του Ιησού Χριστού, που είναι η ιερωσύνη της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός στη θεία Λειτουργία είναι και ο ιερέας που λειτουργεί και ο αμνός που προσφέρεται· και εκείνος που δέχεται τα δώρα και εκείνος που διανέμεται στο λαό. 



Η ευχή του Χερουβικού Ύμνου είναι μια από τις τέσσερις ευχές της θείας Λειτουργίας, που αναφέρονται στον Ιησού Χριστό. Η μία είναι η ευχή πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου, οι άλλες δύο είναι προς το τέλος της θείας Λειτουργίας. Όπως είπαμε, είναι προπαρασκευαστική ευχή του ιερέα, μια ταπεινή δηλαδή εξομολόγηση του λειτουργού, που πολλές φορές κι όταν δεν θα ήθελε, πρέπει να λειτουργήσει, γιατί πρέπει να κοινωνήσουν οι πιστοί. Εδώ δεν μπορεί να καταλάβει κανείς την αγωνία του ανθρώπου ενώπιον του χρέους του παρά μόνο αν είναι ιερέας. Θα ξαναθυμηθούμε εδώ τα λόγια της πρώτης ευχής των πιστών, ότι δηλαδή οι ιερείς λειτουργούμε «υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων». Αυτό θα πει πως ο ιερέας κρίνεται κι ο λαός σώζεται. Μα αυτή είναι η πίστη ενός καλού και ταπεινού ιερέα, πως θα σωθεί κι αυτός μαζί μ’ εκείνους, για τη σωτηρία των οποίων, μαζί με τους οποίους και με την εντολή τους λειτουργεί. Και κάθε φορά που στέκεται μπροστά στην αγία Τράπεζα κι ετοιμάζεται για να προσφέρει τα τίμια δώρα με αληθινή ταπείνωση και συντριβή εξομολογείται «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτόν»· «επίβλεψον επ’ εμέ τον αμαρτωλόν και αχρείον δούλον σου και καθάρισόν μου την ψυχήν και την καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς». Αμήν. 

(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Γέροντας Σωφρόνιος: Περί Πνεύματος και ζωής

Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές, ανοίξτε την καρδιά σας, για να χαράξει εκεί το Άγιο Πνεύμα την εικόνα του Χριστού. Τότε θα γίνετε σιγά-σιγά ικανοί να έχετε μέσα σας τη χαρά και το πένθος, το θάνατο και την ανάσταση.
Ο κόσμος δεν γνωρίζει τίποτε μεγαλύτερο από την κλήση του χριστιανού. Αλλά όσο υψηλότερος είναι ο σκοπός, τόσο δυσκολότερη είναι η πραγμάτωσή του.

Κοιτάξτε το μεγαλειώδες θέαμα που ο Θεός μας φανέρωσε στη δημιουργία του κόσμου, στην κατασκευή του ανθρώπου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Του. Εκείνο που αναζητούμε δεν περιορίζεται στη μικρή μας καθημερινή ζωή. Αναζητούμε να είμαστε με τον Θεό και να αποκτήσουμε μέσα μας τη ζωή σε όλο το πλάτος, το κοσμικό και το θείο.
Στην πνευματική μας θεωρία οφείλουμε να ενώσουμε το κοσμικό είναι και το θεϊκό Είναι, το κτιστό και το άκτιστο.
«Εν αρχή ήν ο Λόγος». Χωρίς Αυτόν τίποτε δεν υπάρχει. Κάθε μέρα γευόμαστε την οδυνηρή και άθλια ζωή μέσα στο σώμα μας. Και όμως δημιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα του Χριστού, του Απολύτου. Το πρόβλημα, το μυστήριο της ζωής μας, είναι το πέρασμα από το σχετικό στο Απόλυτο. Αν το είναι δημιουργήθηκε από τον Θεό, δεν πρέπει να πεθάνει. Ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, δεν δημιούργησε το θάνατο. Σκοπός μας είναι η ζωή με τον Χριστό-Θεό, η αθανασία, η αιωνιότητα. Σύμφωνα με την Αποκάλυψη, η αιωνιότητα του Θεού μπορεί να μας μεταδοθεί.
Οφείλουμε να μάθουμε να ζούμε την αιώνια ζωή του Ιδίου του Θεού. Τί σημαίνει «θέωση» του ανθρώπου; Να ζήσουμε όπως έζησε ο Κύριος, να αφομοιώσουμε το φρόνημα και τα αισθήματα του Χριστού, προπαντός των τελευταίων στιγμών της επίγειας ζωής Του.
Το σπέρμα που έρριξε ο Σατανάς στην καρδιά και το νου του Αδάμ –το λογισμό να γίνει θεός χωρίς τον Θεό– σφηνώθηκε τόσο βαθιά στο είναι μας, ώστε να βρισκόμαστε αδιάκοπα υπό το κράτος της αμαρτίας.
Ήδη από τη γέννησή μας γινόμαστε κληρονόμοι του Αδάμ. Μπορούμε να ζήσουμε την κατάσταση της πτώσεως, που είναι μια φοβερή απόκλιση από την αγάπη του Πατρός, ως την μόνη πραγματικότητα του ανθρωπίνου είναι. Στον κόσμο ζούμε στην ατμόσφαιρα και τη λατρεία της πτώσεως. Ζούμε στην άνεση και συχνά ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε την πίστη μας, να πούμε ότι είμαστε χριστιανοί.
Μην έχετε υπερβολική εμπιστοσύνη στην ανώτερη μόρφωση που αποκτήσατε στον κόσμο. Ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε είναι κουλτούρα της πτώσεως.
Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους –οι πόλεμοι είναι η κατεξοχήν αμαρτία–, ο σύγχρονος κόσμος έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δεν μπορεί όμως να εννοήσει τη θεότητα του Χριστού χωρίς το Άγιο Πνεύμα. Να πιστέψουμε ότι αυτός ο άνθρωπος, που είναι αληθινός άνθρωπος, είναι ο Δημιουργός του κόσμου, αυτό μας ξεπερνά. Να πιστέψουμε ότι ο Ίδιος ο Θεός σαρκώθηκε, ότι μας κάλεσε να είμαστε αιώνια μαζί Του, να, αυτό είναι που λείπει από πολλούς ανθρώπους του καιρού μας, κυρίως από επιστήμονες.
Τί σημαίνει σωτηρία; Ο θάνατος του σώματος είναι άραγε η προϋπόθεση για την είσοδο στη Βασιλεία του Χριστού; Πώς μπορούμε να αναπτύξουμε την ικανότητα μας να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, σύμφωνα με το Άγιο Πνεύμα; Ένα μόνο έχει σημασία: να φυλάξουμε την ένταση της προσευχής και της μετανοίας. Τότε ο θάνατος δε θα είναι ρήξη, αλλά μετάβαση στη Βασιλεία, για την οποία θα έχουμε ετοιμασθεί με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, με την προσευχή και την επίκληση του Ονόματός Του: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
«Ακηδία», ετυμολογικά σημαίνει απουσία φροντίδας για τη σωτηρία. Εκτός από σπάνιες σχεδόν περιπτώσεις, όλη η ανθρωπότητα ζει σε κατάσταση ακηδίας. Οι άνθρωποι έγιναν αδιάφοροι για τη σωτηρία τους. Δεν αναζητούν τη θεία ζωή. Περιορίζονται στα σχήματα της σαρκικής ζωής στις καθημερινές ανάγκες, στα πάθη του κόσμου και τις συμβατικές πράξεις. Ωστόσο ο Θεός μας έπλασε από το μηδέν «κατ’ εικόνα» του Απολύτου και «καθ’ ομοίωσίν» Του. Αν η αποκάλυψη αυτή αληθεύει, η απουσία της μέριμνας για τη σωτηρία δεν είναι άλλο παρά ο θάνατος του προσώπου.
Η απελπισία είναι η απώλεια της συνειδήσεως ότι ο Θεός θέλει να μας δώσει την αιώνια ζωή. Ο κόσμος ζει στην απελπισία. Οι άνθρωποι έχουν καταδικάσει οι ίδιοι τον εαυτό τους στο θάνατο. Πρέπει να παλέψουμε σώμα προς σώμα με την ακηδία.

Η γερόντισσα Μαρία της Νέας Μονής μιλά για την πνευματικότητα την Ορθοδοξία και την Νέα Μονή

«Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να γίνουν καλόγεροι, δεν πρέπει όμως κιόλας»
Όλοι την ξέρουμε σαν την γερόντισσα της Νέας Μονής.
Όλους μάς έχει καλοδεχτεί στον ιερό χώρο που υπηρετεί το Θεό από το 1958. Ενώ όμως όλοι την ξέρουμε εξ όψεως, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για εκείνη. Σήμερα, μας αποκαλύπτεται. Κι είναι πολύ σημαντικό αυτό γιατί ελάχιστοι την έχουν ακούσει να τους εξομολογείται την ιστορία της, που είναι συνυφασμένη με τη Νέα Μονή.
Δεν περιορίζεται βέβαια μόνο σε αυτό. Μας άνοιξε την ψυχή της και μας εξέπληξε με την πνευματικότητα και την ευρύτητα του πνεύματός της. Η γερόντισσα Μαριάμ, κατά κόσμο Δέσποινα Μανιού, γεννήθηκε το 1922 στο χωριό Μεσαγρός, στη Γερα της Λέσβου.
Γιώργος o πατέρας της και Μαγδαληνή η μητέρα, η οποία κι αυτή στα τελευταία χρόνια της έγινε μοναχή και υπηρέτησε την Ορθοδοξία στη Νέα Μονή, μαζί με την κόρη της. Θεωρούμε ότι αυτή η παρουσίαση έχει ιδιαίτερη αξία.
 Η ζωή της
Αρχίσαμε να ξετυλίγουμε από την αρχή το κουβάρι της ζωής της. Όπως μας αποκαλύπτει, δεν έγινε από μικρή καλογριά. Μεγάλη κοπέλα ήταν όταν μια παρέα Μυτιληνιές αποφάσισαν να γίνουν καλογριές. Η τωρινή ηγουμένη του Αγίου Ραφαήλ, Ευγενία Κλειδαρά, πήγαινε στο Μεσότοπο και την εύρισκε. «Εκείνη είχε γίνει πιο μπροστά από μένα καλογριά. Ερχόταν στα χωριά μας, μας πήγαινε η μητέρα μου η Μαγδαληνή στο Σκόπελο και εκείνη μας έκανε κηρύγματα. Σιγά – σιγά μαζευτήκαμε πολλές κοπέλες, γίναμε καλόγριες και σκορπίσαμε αλλού».

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. ΜΑΡΚΟΥ Tό φῶς στήν Ὁρθόδοξη Θεολογία καί στήν ἀρχαία καί νέα γραμματεία

Δι­α­σχί­ζει τούς αἰ­θέ­ρες διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων καί φθά­νει ὥς τίς καρ­δι­ές μας ἡ θεία φωνή τοῦ Λό­γου, ἡ ὁποία φώ­τι­σε «ἐν ἀρχῇ» τόν κό­σμο, κατ’ οὐ­σί­ω­ση τοῦ δη­μι­ουρ­γι­κοῦ Του θέ­λη­μα­τος. Ὁ Ἀπό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅτι ὁ Θεός, «ὁ ὁποῖ­ος εἶπε μέσα ἀπό τό σκο­τά­δι νά λάμ­ψει φῶς» στή φυ­σι­κή δη­μι­ουρ­γία, αὐ­τός ὁ ἴδι­ος «ἔλαμ­ψε μέσα στίς καρ­δι­ές μας καί μᾶς φώ­τι­σε νά γνω­ρί­σου­με τή δόξα Του στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ» (Β΄ Κορ. 4, 6). Ὁ Υἱός καί Λό­γος τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ὄχι μόνο δη­μι­ουρ­γός τοῦ φυ­σι­κοῦ φω­τός, ἀλλά τό ἴδιο «τό φῶς τό ἀλη­θι­νόν, ὅ φω­τί­ζει πάν­τα ἄν­θρω­πον ἐρ­χό­με­νον εἰς τόν κό­σμον» (Ἰω. 1, 9). Γι’ αὐτό καί ὁ Θε­ο­λό­γος μα­θη­τής τοῦ Κυ­ρί­ου, ἅγι­ος εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰω­άν­νης, ση­μει­ώ­νει θε­ο­λο­γι­κό­τε­ρα καί ἀπό τή Γέ­νε­ση ὅτι «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λό­γος», ὁ ὁποῖ­ος εἶ­ναι «τό φῶς τοῦ κό­σμου».
Ὁ Θεός εἶ­ναι ἡ κοι­νή πηγή τοῦ κτι­στοῦ καί τοῦ ἀκτί­στου φω­τός. Ὁ Τρι­α­δι­κός Θεός, μέ τίς ἄκτι­στες Ἐνέρ­γει­ές Του, κτί­ζει, ἁγι­ά­ζει καί συ­νέ­χει δι­η­νε­κῶς ὁλό­κλη­ρη τήν δη­μι­ουρ­γία, δί­νον­τας οὐ­σία, ὑπό­στα­ση, ὕπαρ­ξη καί ζωή στά ὄντα, ἀνά­λο­γα μέ τή φύση τους. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ κα­ταυ­γά­ζει μυ­στι­κά τήν βα­θύ­τε­ρη ὑπό­στα­ση κάθε ἀν­θρώ­που καί κάθε ὑπαρ­κτοῦ. Αὐτά ση­μαί­νουν ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος, ὅπως καί κάθε θείο δη­μι­ούρ­γη­μα, δέν εἶ­ναι αὐ­θύ­παρ­κτος καί αὐ­τό­φω­τος, ἀλλά ἀν­τλεῖ ὅλα ὅσα ἀπαρ­τί­ζουν τήν ὕπαρ­ξή του ἀπό τόν Θεό. Καί ἡ ζωή του γί­νε­ται φω­τει­νή, ὅσο συν­δέ­ε­ται μέ τήν πηγή τοῦ Φω­τός, πού εἶ­ναι τό πρό­σω­πο τοῦ Λό­γου, διά τοῦ ὁποί­ου «Φῶς Χρι­στοῦ φαί­νει πᾶσι».
Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι τό νό­η­μα καί τό Φῶς τοῦ κό­σμου, ὁ λό­γος τοῦ παν­τός, ἡ ἔν­σαρ­κη ἀπο­κά­λυ­ψη τῆς δό­ξας τοῦ Θεοῦ, αὐ­τός ὁ ὁποῖ­ος μᾶς φα­νε­ρώ­νει προ­σω­πι­κά τήν Βα­σι­λεία Του καί μᾶς κα­θι­στᾶ κατά Χά­ριν κοι­νω­νούς καί με­τό­χους αὐ­τῆς τῆς δό­ξας καί τοῦ πλού­του τῶν θεί­ων Ἐνερ­γει­ῶν καί Χα­ρί­των Του. Χω­ρίς τόν Χρι­στό, ὁ Θεός μᾶς εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀπρό­σι­τος, ἀμέ­θε­κτος καί ἄφθα­στος. «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ' οὐ­σί­αν, ἀλλά κατ' ἐνέρ­γει­αν λέ­γε­ται», το­νί­ζει ὁ Ἅγι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς.
Οἱ ὑπο­στα­τι­κές θεῖ­ες Ἐνέρ­γει­ες εἶ­ναι οἱ «ἀκτῖ­νες θε­ό­τη­τος», οἱ ὁποῖ­ες εἰσ­δύ­ουν στήν κτί­ση μέσα ἀπό τό ἀπρό­σι­το Φῶς τῆς Ἁγί­ας Τρι­ά­δος, τό ὁποῖο χα­ρα­κτη­ρί­ζουν μέ πλη­θω­ρι­κή ὁρο­λο­γία τά συγ­γράμ­μα­τα πού μᾶς πα­ρα­δό­θη­καν μέ τό ὄνο­μα τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου Ἀρε­ο­πα­γί­τη, ὡς τήν «ὑπε­ρά­γνω­στη καί ὑπερ­φώ­τει­νη καί ἀκρό­τα­τη κο­ρυ­φή», «τόν ὑπέρ­φω­το γνό­φο, πού μέ τό βαθύ του σκο­τά­δι ὑπερ­λάμ­πει ὑπερ­φα­νέ­στα­τα καί, μέ­νον­τας ἀνέγ­γιχ­τος κι ἀό­ρα­τος, γε­μί­ζει μέ ὑπέρ­κα­λη λάμ­ψη τούς τυ­φλω­μέ­νους νόες» (Περί μυ­στι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, 1). 

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Ιάκωβος ο ασκητής, ο δολοφόνος και βιαστής άγιος



Εορτή: 28 Ιανουαρίου
Ο Θεός δεν βλέπει τα πλάσματά του, όπως ο άνθρωπος, από το φαινόμενο, αλλά από την καρδιά. Και με τις επιλογές του, ρίχνει ηχηρά χαστούκια στον καθωσπρεπισμό και τον ευσεβισμό μας. Καθώς λοιπόν διανύουμε τον τρίτο μήνα αποκαλύψεων σκανδάλων, για πρόσωπα της Εκκλησίας, και καθώς πολλοί μιλούν για "κάθαρση", είπαμε να βάλουμε αυτό το άρθρο, για έναν άνθρωπο, που αν ζούσε σήμερα, οι δημοσιογράφοι θα τον είχαν διαλύσει κυριολεκτικά. Κι όμως, αυτόν τον άνθρωπο, ο Θεός τον θεώρησε και τον αναγνώρισε, και τον απεκάλυψε ως έναν από τους αγίους Του!
Ναι, οι πράξεις είναι δείγμα αγιότητας ή κακίας. Όχι όμως πάντα! Υπάρχουν περιπτώσεις, που ακόμα και ένας άγιος μπορεί να πέσει, και μάλιστα να πέσει ΣΟΒΑΡΑ. Και το γνωστό παράδειγμα του μοιχού και φονιά βασιλιά Δαυίδ, του "ανδρός κατά την καρδία του Θεού", μας το έχει δείξει από αρχαίων χρόνων. Όμως και σε νεότερες εποχές, ο Θεός έχει επιτρέψει τέτοιες δραματικές πτώσεις αγίων, για πολλούς λόγους, των οποίων οι τρεις σπουδαιότεροι είναι αυτοί:
1. Για να μην επαναπαυόμαστε στις δάφνες μας.
2. Για να χτυπήσει τον ευσεβισμό μας και την επίκριση προς τους άλλους.
3. Για να δούμε τη σωτήρια δύναμη της μετανοίας, και να νικάμε την απελπισία.
Το άρθρο αυτό, το αναδημοσιεύουμε ως απόσπασμα από την επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή. Και μας διδάσκει πολλά:
"Στις 28 Ιανουαρίου κάθε χρόνο η Εκκλησία γιορτάζει (με την κυριολεκτική σημασία της γιορτής) τη μνήμη Ιάκωβου του ασκητή, που ανεπιφύλακτα τον έχει κατατάξει στους αγίους της.

Ο Ιάκωβος ασκήτευε δεκαπέντε χρόνια σε μια σπηλιά. Κάποτε, από την κοντινή πολίχνη (την Πορφυριώνη) κάποιοι ευφυείς και τότε πολέμιοι του θρησκευτικού σκοταδισμού έστειλαν στη σπηλιά του μια πόρνη γυναίκα να του προσφέρει προκλητικά τα θέλγητρά της: Ο Ιάκωβος δεν ενέδωσε στην εύκολη ηδονή και η συνάντηση λειτούργησε συγκλονιστικά για τη γυναίκα, που από τότε εγκατέλειψε το επάγγελμά της και έζησε με συνέπεια μέσα στην Εκκλησία.

Ένας Μοναχός, πολλές αμαρτίες και ένας άγιος


Πηγή: Ιωάννης Αντ. Παναγιωτόπουλος – Σύγχρονη Άποψη
Αναδημοσίευση από: http://fdathanasiou.wordpress.com
 
Μια από τις ωραιότερες ιστορίες του Λαυσαϊκού περιγράφει το βίο ενός μοναχού, που αφού εγκατέλειψε το μοναστήρι, δούλευε σαν φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Και όπως από κάθε λιμάνι, ούτε απ’ αυτό έλειπαν οι πόρνες.
Ο «μοναχός» δούλευε όλη την ημέρα, και το βράδυ ξόδευε όλα όσα κέρδιζε, «αγοράζοντας» την συντροφιά μιας πόρνης για όλη τη νύχτα.
Ήταν η ντροπή των χριστιανών της πόλης, ήταν το σκάνδαλο της Εκκλησίας. Τα χρόνια πέρναγαν και παρά τις εκκλήσεις και τις συστάσεις, αυτός συνέχιζε την αμαρτωλή του ζωή.
Κάποτε, όπως σε όλους μας, ο θάνατος ήρθε σαν λύτρωση, σαν φάρμακο που θα τον έσωζε από τις αμαρτίες που δεν σταμάτησε να κάνει ακόμη και λίγο πριν πεθάνει. Και πώς να τον αφήσουν χωρίς ταφή για χριστιανό; Οι παπάδες της πόλης τον πήραν να τον κηδέψουν και μαζί του να θάψουν το σκάνδαλο. Το νέο μαθεύτηκε: Ο «γεροπόρνος» μοναχός πέθανε. Ποιος άραγε θα πήγαινε στην εκκλησία να τον αποχαιρετήσει;
Η εκκλησία στην κηδεία του γέμισε από γυναίκες της Αλεξάνδρειας, τίμιες γυναίκες, χριστιανές, που ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν, μα όχι σαν έναν οποιοδήποτε νεκρό, σαν άγιο! Κάποιος γνώρισε σε κάποια από αυτές το πρόσωπο μιας πόρνης, που είχε καιρό να δει στο λιμάνι… δεν ήταν όμως, όπως την θυμόταν. Κάποιες άλλες, απλά τους θύμιζαν κάτι απόμακρο.
Τότε η πόλη έμαθε πως ο «γεροπόρνος» μοναχός ήταν ένας άγιος, που με τα λεφτά που κέρδιζε, εξαγόραζε μια νύχτα χωρίς αμαρτία, αγόραζε το «δικαίωμα» στο σώμα τους για να κερδίσει την ψυχή τους.
Τότε η πόλη έμαθε, ότι αυτός που νόμιζαν ότι είναι το «σκάνδαλο» ήταν η αγνότητα, η άδολη αγάπη, η αυταπάρνηση, ο άνθρωπος, ο λόγος του Θεού, η προσευχή και η θέωση. Γιατί ο άνθρωπος του Χριστού δεν κρίνεται στη διάρκεια της ζωής του, αλλά στο τέλος της. Γιατί ακόμη κι όταν ο ίδιος ζει «καθώς πρέπει», πρέπει να μαρτυρήσει, πρέπει να ζήσει την μαρτυρία και το μαρτύριο.

Τι σημαίνει η κάθαρση στην Εκκλησία ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ KAI ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 
H όλη συζήτηση για την κάθαρση νομίζω δείχνει ένα «αιρετικό» πνεύμα που εισέρχεται μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο, ένα πνεύμα που διακρίνεται από έναν νοσηρό νομικισμό, αλλά και έναν άρρωστο πουριτανισμό.
Ο λόγος περί καθάρσεως και καθαρότητος που ενέσκηψε τον τελευταίο καιρό μπορεί να βοηθήση την Εκκλησία μας, και πιστεύω ότι κάτι καλό θα προέλθη από αυτό το γεγονός, αλλά μπορεί να οδηγήση και στη διαστρέβλωση της πνευματικότητός της, δηλαδή μπορεί να οδηγήση σε μια πουριτανική αντίληψη περί της εκκλησιαστικής ζωής. Γι' αυτό και χρειάζεται πάντοτε, και στις ημέρες μας, να ακούγεται ο θεολογικός λόγος της Εκκλησίας και για το θέμα αυτό.
H κοινωνία, όπως λένε πολλοί, θέλει την κάθαρση στην «Εκκλησία», την οποία, όπως ισχυρίζονται, δεν βλέπουν να γίνεται, καίτοι λειτουργεί η εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Ομως αυτό εν πολλοίς συνιστά αφ' ενός μεν άγνοια της Ορθοδόξου Παραδόσεως, αφ' ετέρου δε παραπλάνηση της εκκλησιαστικής ζωής. Θα τονισθούν στη συνέχεια τρία σημεία για να υποστηριχθή η άποψη αυτή.

H έννοια της καθάρσεως
Υπάρχει σαφώς διαφορά μεταξύ της καθάρσεως που λειτουργεί σε διαφόρους τομείς της κοινωνικής ζωής, σε διαφόρους οργανισμούς, και της καθάρσεως που λειτουργεί μέσα στον «χώρο» της Εκκλησίας. Κατά την ανθρωποκεντρική έννοια κάθαρση είναι η αποβολή και η απομάκρυνση ενός μέλους από μια διοίκηση, από ένα κόμμα, από μια οργάνωση. Κατά την εκκλησιαστική όμως παράδοση, η κάθαρση δεν λειτουργεί ως αποβολή, αλλά ως επιστροφή ενός μέλους στην εκκλησιαστική ζωή, αφού προηγουμένως με την αμαρτία απομακρύνθηκε και αποκόπηκε από αυτήν. Επομένως, ενώ για τον κόσμο η κάθαρση νοείται ως αποκοπή, έξοδος από κάποια οργάνωση, για την Εκκλησία νοείται ως επιστροφή από τη σχάση (τη διαίρεση) στη σχέση με τον Θεό και τους ανθρώπους. Για το Κόμμα η κάθαρση είναι διαγραφή, για την Εκκλησία η κάθαρση λειτουργεί ως εισδοχή.
Ετσι, η κάθαρση στην Εκκλησία νοείται ως μετάνοια και θεραπεία του ανθρώπου που πραγματοποιείται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και τη συνέργεια-ελευθερία του ιδίου του ανθρώπου. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρεί ότι η κάθαρση είναι το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής που λέγεται «πρακτική φιλοσοφία» και αυτό σημαίνει ότι στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος βιώνει την καθαρτική ενέργεια του Θεού και οδηγείται στον φωτισμό και τη θέωση.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Κάθε δεσποτική εορτή της Εκκλησίας μας αποκαλύπτει στους πιστούς θεολογικές αλήθειες του μυστηρίου της θείας οικονομίας, οι οποίες είναι απαραίτητες για την σωτηρία μας. Έτσι και η εορτή της Μεταμορφώσεως μας αποκαλύπτει·

α´) Ότι ο Χριστός είναι Υιός Θεού και Θεός.

Το άκτιστο φως που βγαίνει μέσα από τον Χριστό και τον περιλούζει και λάμπει το πρόσωπό του ως ο ήλιος· η «φωτεινή νεφέλη», που είναι στην αγία Γραφή σημείο της παρουσίας του Θεού και η φωνή του Θεού πατρός που ακούγεται μέσα από τη νεφέλη να λέγει «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε» και (Ματθ. 17,5)· ο Μωυσής και ο Ηλίας οι θεόπτες και μεγάλοι προφήτες που τον αναγνωρίζουν ως Κύριό τους και αποκαλύπτουν ότι ο Χριστός είναι Κύριος ζώντων και νεκρών, ότι δεν είναι ένας προφήτης σαν κι αυτούς, ότι δεν είναι κάποιος που εκφράζεται αντίθετα απ’ αυτούς και εναντίον του Θεού, όπως τον παρουσίαζαν οι Ιουδαίοι, και που συζητούν μαζί του για την «έξοδο του» (Λκ. 9,32)· οι μαθητές που πέφτουν κάτω μπρούμυτα έκπληκτοι και θαμπωμένοι από τη Θεοφάνια του Χριστού, όλα αυτά αποκαλύπτουν και παρουσιάζουν παραστατικά και με μεγαλοπρέπεια τη θεία φύση του Χριστού. Τη θεία φύση που κρυβόταν θεληματικά πίσω από την ανθρώπινη. Τη θεία φύση που ο Χριστός αποκαλύπτει σε όσους τον αναζητούν και είναι καλοπροαίρετοι και χωρίς δόλο (πρβλ. Ιω. 1, 42·46·48).

β´) Τη δόξα της ανθρώπινης φύσεως.
  
Κατά τη μεταμόρφωση του Χριστού, το ανθρώπινο του πρόσωπο και το ανθρώπινο του σώμα –που αργότερα σταυρώθηκε και θάφτηκε– αυτό έλαμπε, αυτό ακτινοβολούσε. Ακόμη και τα ρούχα που το καλύπταν κι αυτά έλαμπαν και ακτινοβολούσαν (Λκ. 9,29). Η λάμψη του σώματος του Χριστού επεκτεινόταν και σ’ αυτά. Συνεπώς στη Μεταμόρφωση, φάνηκε εκτός από την θεότητα του και η δόξα της ανθρώπινης του φύσεως. Η δόξα του νέου Αδάμ, που δεν μολύνθηκε ποτέ από την αμαρτία.
Η ανθρώπινη του φύση ήταν μεν δοξασμένη από τα σπλάχνα της Θεοτόκου, αλλά μέχρι τότε δεν φαινόταν. Κρατούντο τα μάτια των μαθητών και δεν την έβλεπαν. Τώρα όμως, για πρώτη φορά άνοιξαν, για να δουν αυτό που είχε ο Χριστός από τη στιγμή που ενανθρώπισε. Δηλαδή στην πραγματικότητα δεν μεταμορφώθηκε ο Χριστός, αλλά μεταμορφώθηκαν τα μάτια των μαθητών του πνευματικά, ώστε να μπορούν να δουν το άκτιστο φως. Το φως το οποίο θα φωτίζει την ανέσπερη βασιλεία του Θεού (Αποκ. 22,5).
Και με την πράξη του αυτή ήταν σαν να έλεγε ο Χριστός· «Προσέξτε· έτσι όπως λάμπω τώρα, έτσι θα λάμψετε και εσείς οι άνθρωποι. Όλοι οι πιστοί και αφοσιωμένοι χριστιανοί». Αυτό που είχε πει κάποτε σ’ ένα κήρυγμα του ότι «οι δίκαιοι εκλάμψουσι ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. 13,43), έρχεται τώρα να το πιστοποιήσει και να το αποδείξει εμπειρικά. Και θα το πιστοποιήσει και αργότερα ο Χριστός, όταν θ’ αποστείλει το Πνεύμα το Άγιο, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, και οι τότε πιστοί θα ζήσουν θείες εμπειρίες και θ’ αποκτήσουν κατά Θεό ένδοξα χαρίσματα. Και θα το πιστοποιεί συνεχώς δια του φωτισμού και της λάμψεως που εκπέμπουν οι ανά τους αιώνες άγιοί του.

Εμείς Τον προδώσαμε, αλλά Εκείνος δεν μας απαρνήθηκε (2ο Μέρος)


Ο άνθρωπος, αναλαμβάνοντας πια ο ίδιος με αυτοπεποίθηση τον καθορισμό της πορείας του, κυριεύτηκε από έπαρση και αλαζονεία. Η κακή χρήση της ελευθερίας του, πάλι, τον έκανε κακόβουλο και πεισματάρη. Η απομάκρυνση από το Θεό ολοκληρώθηκε με την αποστροφή και την ανταρσία εναντίον Του. Γι’ αυτό κι εκείνος εγκατέλειψε τους παραβάτες. Έτσι η ζωντανή ενότητα Θεού και ανθρώπου διασπάστηκε. Ο Θεός είναι παντού και συντηρεί τα πάντα, αλλά ενώνεται με ελεύθερα όντα μόνο όταν υποτάσσονται σ’ αυτόν. Κανενός το αυτεξούσιο δεν παραβιάζει.
elkomenos2
Συντηρεί, βέβαια, και φυλάει ακόμα και τους πιο εγωιστές, αλλά δεν τούς πλησιάζει, δεν ενώνεται μαζί τους. Έτσι και οι προπάτορές μας αφέθηκαν μόνοι. Αν είχαν μετανοήσει έγκαιρα, ίσως ο Θεός να είχε επιστρέψει κοντά τους. Δυστυχώς, όμως, έμειναν αμετανόητοι. Παρά τα ολοφάνερα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε ο Αδάμ ούτε η Εύα παραδέχτηκαν πως ήταν ένοχοι. Έτσι τιμωρήθηκαν με έξωση από τον παράδεισο. Συνήλθαν μετά την έξωσή τους, μα ήταν πια αργά. Δεν είχαν παρά να υπομείνουν τις συνέπειες της πτώσεώς τους, όπως τις υπομένει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, που κατάγεται απ’ αυτούς. Ας ευγνωμονούμε τον πανάγαθο Θεό, που, μολονότι τον προδώσαμε, δεν μας απαρνήθηκε, δεν μας ξέχασε, δεν μας άφησε αβοήθητους. Μ’ ένα θαυμαστό τρόπο οικονόμησε την επανένωση μας μαζί του.
Ξανοίχτηκα αρκετά. Ας επικεντρώσουμε, λοιπόν, την προσοχή μας στο τι συνέβη μέσα στον άνθρωπο: Το πνεύμα, όσο ήταν σε ζωντανή κοινωνία με το Θεό και έπαιρνε θεία δύναμη απ’ αυτόν, είχε εξουσία πάνω στη ψυχή και το σώμα. Όταν διακόπηκε η κοινωνία του με το Θεό, διακόπηκε και η ενίσχυσή του με θεία δύναμη. Μόνο του και αδύναμο πια, δεν μπορούσε να κυβερνήσει τη ψυχή και το σώμα, που το αιχμαλώτισαν και το υπέταξαν. Στον άνθρωπο κυριάρχησε η διάνοια και, μέσω της διάνοιας, η σαρκικότητα. Έτσι ο άνθρωπος, από πνευματικός, έγινε διανοητικός και σαρκικός. Το αποδυναμωμένο πνεύμα δεν έχει, από τότε μέχρι σήμερα, εξουσία πάνω του. Είναι το ίδιο πνεύμα που πήρε εξαρχής από το Θεό, αλλά ανίσχυρο.
Γνωστοποιεί, πάντως, την ύπαρξή του κάπου-κάπου, άλλοτε με το φόβο του Θεού, άλλοτε με τα ξυπνήματα της συνειδήσεως και άλλοτε με το ανικανοποίητο από τα κτιστά πράγματα. Σ’ αυτές τις εκδηλώσεις δεν δίνουμε πολλή προσοχή. Μόλις που τις αντιλαμβανόμαστε, καθώς όλο το ενδιαφέρον μας είναι στραμμένο στις μέριμνες της επίγειας ζωής. Η διάνοια μας έχει αφοσιωθεί σ’ αυτή τη ζωή, μια ζωή υλική. Την επίγεια ζωή, τη ζούμε όλοι με σώμα, και καθετί σωματικά απτό φαίνεται αναγκαίο.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

«Περί τηρήσεως τοῦ νοῦ» - Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν


Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρήτης ~ Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν

 «27 κεφάλαια περί τηρήσεως τοῦ νοῦ »

 

1. Ἡ ὀργή εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ νοῦ. Καί χωρίς ὀργή οὔτε στήν καθαρότητα φτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν ὀργιστεῖ ἐναντίον ὅλων τῶν πονηρῶν λογισμῶν πού σπέρνει μέσα του ὁ διάβολος. 

Καί ὅταν τόν βρῆκε ὁ Ἰώβ, ἔβρισε τούς ἐχθρούς του μ᾿ αὐτά τά λόγια: «Ἄτιμοι καί ἐξαχρειωμένοι, πού δέν ἔχετε κανένα καλό πάνω σας, πού δέν σᾶς θεωρῶ οὔτε σάν τούς σκύλους τῶν ποιμνίων μου.» (Ἰώβ 30:4). 
Ἐκεῖνος πού θέλει νά φτάσει στή φυσική ὀργή (δηλ. σ᾿ ἐκείνη πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν), κόβει ὅλα τά θελήματά του μέχρις ὅτου φτάσει στήν κατάσταση τοῦ νοῦ του, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός...
 
«οὕτος ὁ πτωχός ἐκέκραξε, καί ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτοῦ
καί ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ ἔσωσεν αὐτόν» (Ψαλμ. 33:7)
«ἐγγύς Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τήν καρδίαν
καί τούς ταπεινούς τῷ πνεύματι σώσει» (Ψαλμ. 33:19)
2. Ἄν ἀντιστέκεσαι στήν καταδρομή τοῦ διαβόλου καί δεῖς ὅτι ἐξασθένησε καί ὑποχωρεῖ, μή χαρεῖς, γιατί ἡ κακία τῶν πονηρῶν πνευμάτων δέν ἐξαντλήθηκε ἀκόμη, ἀλλά ἀκολουθεῖ πίσω ἀπό αὐτά.  
Ἑτοιμάζουν πόλεμο χειρότερο ἀπό τόν πρῶτο, τόν ἔχουν ἀφήσει πίσω ἀπό τήν πόλη καί τοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά μή κινηθεῖ. Καί ἄν ἀντισταθεῖς σ᾿ αὐτούς, φεύγουν νικημένοι. Ἄν ὅμως ὑπερηφανευτεῖς ὅτι τούς ἔδιωξες καί ἀφήσεις ἀφύλαχτη τήν πόλη, τότε ἄλλοι ἔρχονται ἀπό πίσω καί ἄλλοι στέκονται ἐμπρός, καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή ἀνάμεσά τους δέ βρίσκει καταφύγιο πουθενά.

Πόλη εἶναι ἡ προσευχή. ~ Ἀντίσταση εἶναι ἡ ἀντίκρουση τῶν πονηρῶν λογισμῶν στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. ~ Βάση εἶναι ὁ θυμός.

Αόρατος Πόλεμος - Ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.

ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Εἶναι πολὺ ἀναγκαῖο σε αὐτὸν τὸν πόλεμο, τὸ νὰ μὴν ἐμπιστευώμαστε τὸν ἑαυτόν μας, ὅπως εἴπαμε· παρόλα αὐτά, ἐὰν ἀπελπισθοῦμε μόνο, δηλαδή, ἐὰν ἀποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, βέβαια, ἢ τραποῦμε σὲ φυγή, ἢ θὰ νικηθοῦμε, καὶ θὰ κυριευθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. 

Γι᾿ αὐτό, κοντὰ στὴ ὁλοκληρωτικὴ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, χρειάζεται ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἐλπίζοντας δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὸν μόνο κάθε καλὸν καὶ κάθε βοήθεια καὶ νίκη.Γιατὶ, καθὼς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὅπου εἴμαστε τὸ τίποτα, τίποτα ἄλλο δὲν περιμένουμε, παρὰ γκρεμίσματα καὶ πτώσεις γιὰ τὰ ὁποῖα καὶ πρέπει νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας τελείως...

Kατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ ἀπολαύσουμε ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν Θεὸν κάθε νίκη, ἀμέσως μόλις ὁπλίσουμε τὴν καρδιά μας μὲ μίαν ζωντανὴ ἐλπίδα σὲ αὐτόν, ὅτι θὰ λάβουμε τὴν βοήθειά του σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο τὸ ψαλμικὸ «σ᾿ αὐτὸν ἔλπισε ἡ καρδιά μου καὶ βοηθήθηκα» (Ψαλμ. 27,9)...

Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, μαζὶ καὶ βοήθεια, μποροῦμε νὰ πετύχουμε γιὰ τέσσερις λόγους:
α) Γιατὶ τὴν ζητᾶμε ἀπὸ ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ εἶναι Παντοδύναμος, ὅ,τι θέλει μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ καὶ στὴ συνέχεια μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ καὶ μᾶς.

β) Γιατὶ, τὴν ζητᾶμε ἀπὸ ἕνα Θεὸ ὁ ὁποῖος, ὄντας ἄπειρα σοφός, ὅλα, τὰ πάντα γνωρίζει μὲ πλήρη τελειότητα, καὶ ἑπομένως γνωρίζει ὅλο ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴ σωτηρία μας.


γ) Γιατὶ ζητᾶμε αὐτὴ τὴν βοήθεια, ἀπὸ ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ εἶναι ἀτέλειωτα ἀγαθός, μὲ μία ἀγάπη καὶ θέλησι ποὺ δὲν περιγράφεται, εἶναι πάντα ἕτοιμος γιὰ νὰ δώσῃ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, καὶ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, ὅλη τὴ βοήθεια ποὺ μᾶς χρειάζεται, γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ νίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀμέσως ὅταν τρέξουμε στὴν ἀγκαλιά του μὲ σταθερὴ ἐλπίδα.

Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, ὁ καλὸς ἐκεῖνος Ποιμένας μας, ποὺ ἔτρεχε τριαντατρία χρόνια ἀναζητώντας τὸ χαμένο πρόβατο, μὲ τόσο δυνατὲς φωνές, ποὺ βράχνιασε ὁ λάρυγκας, ποὺ περπάτησε δρόμο τόσο κοπιαστικὸ καὶ ἀκανθώδη, ποὺ ἔχυσε ὅλο του τὸ αἷμα καὶ ἔδωσε τὴ ζωή, πῶς εἶναι δυνατόν, λέω, τώρα ποὺ αὐτὸ τὸ πρόβατο ἀκολουθεῖ πίσω του, καὶ μὲ ἐπιθυμία φωνάζει, καὶ τὸν παρακαλεῖ, νὰ μὴ γυρίσῃ σὲ αὐτὸ τοὺς ὀφθαλμούς του; 

πῶς μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ἀκούσῃ; καὶ νὰ μὴν τὸ βάλη στοὺς θείους του ὥμους, κάνοντας γιορτὴ μὲ ὅλους τοὺς Ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ;

καὶ ἂν ὁ Θεός μας δὲν παύει ἀπὸ τὸ νὰ γυρεύῃ μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ ἀγάπη, νὰ βρῇ κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ παραβολή, τὴ χαμένη δραχμή, τὸν τυφλὸ καὶ κωφὸ ἁμαρτωλό, πῶς γίνεται τώρα νὰ ἐγκαταλείψη αὐτόν, ποὺ σὰν χαμένο πρόβατο, φωνάζει καὶ καλεῖ τὸν δικό του Ποιμένα; καὶ ποιὸς θὰ πιστέψη ποτέ, πὼς ὁ Θεός, ποὺ χτυπάει πάντα τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιθυμώντας νὰ μπῆ μέσα καὶ νὰ δειπνήσῃ, σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὴ Ἀποκάλυψι (1), δίνοντας σὲ αὐτὸν τὰ χαρίσματά του, ὅτι, ὅταν τοῦ ἀνοίγῃ τὴν καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸν προσκαλῇ, αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ κάνῃ μὲ τὴν θέλησί του τὸν κωφὸ καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ μπῆ;

Ὁ δ᾿ τρόπος γιὰ ν᾿ ἀπόκτηση κάποιος αὐτὴν τὴν στὸ Θεὸν ἐλπίδα καὶ βοήθεια, εἶναι τὸ νὰ τρέξη μὲ τὴν μνήμη του στὴν ἀλήθεια τῶν θείων Γραφῶν, οἱ ὁποῖες, σὲ τόσα μέρη ἂς δείχνουν φανερά, ὅτι δὲν ἔμεινε ποτὲ ντροπιασμένος καὶ ἀβοήθητος, ὅποιος ἔλπισε στὸν Θεό.

«Κοιτάξτε τὶς ἀρχαῖες γενεὲς καὶ στοχασθῆτε· ποιὸς ἐμπιστεύθηκε στὸν Κύριο καὶ καταντροπιάσθηκε;» (Σειρὰχ 2,9).(2)

Μὲ τὰ τέσσαρα λοιπὸν αὐτὰ ὅπλα ὁπλίσου, ἀδελφέ μου. Καὶ ἄρχισε τὸ ἔργο, καὶ πολέμησε γιὰ νὰ νικήσῃς· 

καὶ βέβαια ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀποκτήσῃς, ὄχι μόνον τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐλπίδα στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπελπισία στὸν ἑαυτό σου, γιὰ τὴν ὁποία δὲν παραλείπω νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, ὅτι ἔχεις πολλὴ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν γνῶσι της· ἐπειδή, στὸν ἄνθρωπο εἶναι τόσον πολὺ προσκολλημένη ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο κάτι καὶ τόσο λεπτή, ποὺ σχεδὸν πάντα ζῇ κρυφὰ μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ μᾶς φαίνεται πὼς δὲν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας καὶ ἔχομε ἐλπίδα στὸ Θεό.

Ὁπότε, γιὰ νὰ φεύγῃς ἐσύ, ὅσο μπορεῖς, αὐτὴ τὴν μάταιη ὑπόληψι, καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ τὴν ἔλλειψι ἐπιστοσύνης στὸν ἑαυτό σου καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, εἶναι ἀνάγκη νὰ προπορεύεται ἡ σκέψις τῆς ἀδυναμίας σου, πιὸ πρὶν ἀπὸ τὴν σκέψη τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, καὶ πάλι αὐτὲς οἱ δυὸ μαζὶ νὰ προπορεύωνται πρὶν ἀπὸ κάθε μας πρᾶξι.

1. Τὰ λόγια της Ἀποκαλύψεως εἶναι αὐτά: «Νά, στέκομαι μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ κτυπῶ. Ἂν κάποιος ἀκούσῃ τὴν φωνή μου καὶ μοῦ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα, θὰ μπῶ στὸ σπίτι του καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του κι αὐτὸς μαζί μου» (3, 20).

2. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλεὺς Αὔγαρος, ἀφοῦ ἀναστήλωσε τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας, πάνω στὴν Πόρτα τῆς πόλης Ἔδεσσα, ἔγραψε καὶ αὐτὰ τὰ λόγια σὲ αὐτὴ «Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ εἰς σὲ ἐλπίζων, οὐκ ἀποτυγχάνει ποτέ» (ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ τῆς ις᾿ τοῦ Αὐγούστου).


Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου - Αόρατος Πόλεμος
Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος
Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου,
Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος - orthodoxfathers.com